Τετάρτη 30 Μαρτίου 2016

Ενισχύστε το μικροβίωμα του εντέρου σας μέσω της διατροφής, του ύπνου και της άσκησης

Το μικροβίωμα του εντέρου αποτελεί ένα δυναμικό χαρακτηριστικό του γαστρεντερικού συστήματος που έχει τη δυνατότητα να επηρεάζει δραματικά την υγεία ολόκληρου του οργανισμού. Μέσω πολύπλοκων αλληλεπιδράσεων με το ανοσοποιητικό σύστημα και διάφορων βιοχημικών μονοπατιών, το μικροβίωμα του εντέρου μπορεί να επηρεάσει σημαντικά την παθογένεση καταστάσεων όπως ο καρκίνος, το μεταβολικό σύνδρομο, τα φλεγμονώδη νοσήματα του εντέρου, τη μη αλκοολική λιπώδη διήθηση του ήπατος και πολλά άλλα.
Οι πρόσφατες τεχνολογικές εξελίξεις έχουν βοηθήσει πολύ, όχι μόνο την κατανόηση του μικροβιώματος του εντέρου, αλλά και τους πιθανούς μηχανισμούς μέσω των οποίων οι αλλαγές στο μικροβίωμα μπορούν να έχουν ευεργετικές επιπτώσεις για την υγεία.
Ένα ευρύ φάσμα υδατανθράκων, συμπεριλαμβανομένων των πρεβιοτικών που περιέχονται στα τρόφιμα, των φυτικών ινών και των ολιγοσακχαριτών του γάλακτος, έχει δειχθεί ότι μπορεί να επιφέρουν σημαντικές αλλαγές στην εντερική μικροχλωρίδα.

Πρεβιοτικά
Τα άπεπτα συστατικά των τροφίμων, τα πρεβιοτικά, μπορούν να επηρεάσουν ευεργετικά την υγεία του ανθρώπου με επιλεκτική διέγερση της ανάπτυξης και της δραστικότητας ενός ή περισσότερων βακτηρίων στο παχύ έντερο. Για να χαρακτηριστεί ένα τρόφιμο ως πρεβιοτικό, θα πρέπει να είναι ανθεκτικό στη γαστρική οξύτητα, στην υδρόλυση από τα ένζυμα και στην απορρόφηση από το ανώτερο γαστρεντερικό σωλήνα, έτσι ώστε να είναι σε θέση να υποστεί ζύμωση από την μικροχλωρίδα του εντέρου και να παραχθούν τα λιπαρά οξέα βραχείας αλύσου (κυρίως οξικό, προπιονικό και βουτυρικό οξύ), ουσιών που μπορεί να χρησιμοποιηθούν στη συνέχεια για την παραγωγή ενέργειας. Έτσι, τα πρεβιοτικά όχι μόνο μπορούν να προκαλέσουν αλλαγές στην μικροχλωρίδα υποστηρίζοντας την ανάπτυξη ενός συγκεκριμένου εντερικού μικροβιώματος, αλλά μπορούν επίσης να χρησιμεύσουν ως υποστρώματα για την παραγωγή βιολογικά ενεργών μεταβολιτών. Τα σημαντικότερα πρεβιοτικά είναι οι φρουκτάνες τύπου ινουλίνης, οι φρουκτοολιγοσακχαρίτες (FOS), αλλά υπάρχουν μια σειρά άλλων, συμπεριλαμβανομένων των γαλακτοολιγοσακχαριτών (GOS). Η ζύμωση των πρεβιοτικών υδατανθράκων αποδίδει βουτυρικό και άλλα λιπαρά οξέα βραχείας αλύσου, καθώς και άλλα τελικά προϊόντα που μειώνουν το τοπικό pH, διεγείρουν την παραγωγή βλέννης από τα επιθηλιακά κύτταρα του εντέρου και επάγουν την παραγωγή ανοσορυθμιστικών κυτοκινών, τα οποία όλα μπορεί να έχουν επίδραση στους παθογενετικούς μηχανισμούς διαφόρων νοσημάτων.
Οι πρεβιοτικές ίνες είναι συχνά φυσικά συστατικά διαφόρων τροφίμων, ιδιαίτερα των δημητριακών ολικής αλέσεως, των φρούτων, των λαχανικών (κυρίως των βολβών) και των οσπρίων. Παρά το γεγονός ότι ορισμένες τροφές περιέχουν αξιόλογες συγκεντρώσεις πρεβιοτικών, οι τροφές αυτές σπάνια περιέχονται στις περισσότερες δυτικές δίαιτες (με εξαίρεση την τυπική Μεσογειακή διατροφή), έτσι ώστε οι καταναλωτές να προσλαμβάνουν τις απαραίτητες ίνες προς ζύμωση στο παχύ έντερο. Διάφορα προϊόντα πρεβιοτικών ινών όπως το ψύλλιο, χρησιμοποιούνται συνήθως ως συμπλήρωμα διατροφής. Ως πρακτική, η κατανάλωση άπεπτων ινών ή συνδυασμού διαφόρων πρεβιοτικών, βοηθάει στην αύξηση του αριθμού και της ποικιλομορφίας του πληθυσμού των μικροβίων στο έντερο και αποτελεί μια τυπική σύσταση για τις περισσότερες παθολογικές καταστάσεις.

Προβιοτικά
Ένας ζωντανός μικροοργανισμός για να χαρακτηριστεί ως προβιοτικό, θα πρέπει να πληροί τα ακόλουθα κριτήρια: (1) να ασκεί ευεργετική επίδραση στον ξενιστή (2) να είναι μη 

Διαβάστε περισσότερα...

http://athenslab.gr/article_info.php?cid=10&id=40

Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2015

Γονιμότητα σε γυναίκες μεγαλύτερες των 40 ετών


Σήμερα, οι αλλαγές στα κοινωνικά πρότυπα έχουν οδηγήσει τα ζευγάρια και κυρίως τις γυναίκες, να αποκτούν παιδιά σχετικά αργά στη ζωή τους. Σύμφωνα με στατιστικές (οι περισσότερες αφορούν Αμερικάνους, αλλά η εμπειρία δείχνει ότι είναι παρόμοια στις περισσότερες δυτικές κοινωνίες και φυσικά και την Ελλάδα), οι γυναίκες άνω των 40 ετών είναι η μόνη ηλικιακή ομάδα όπου οι ρυθμοί των γεννήσεων βρίσκονται σε άνοδο. Σήμερα, περίπου το 3% των γεννήσεων πραγματοποιείται από γυναίκες άνω των 40 ετών και βεβαίως, υπάρχουν πολλές ιατρικές προκλήσεις σχετικά με την γονιμότητα στις γυναίκες αυτές. Το ποσοστό των γενετικά φυσιολογικών ωαρίων μειώνεται σε λιγότερο από 10% στις γυναίκες άνω των 40 ετών ενώ παρατηρείται και ένα υψηλό ποσοστό αποβολών (33%) που είναι ακόμη υψηλότερο σε γυναίκες ηλικίας άνω των 45 (> 50%). Παρόλο βέβαια που η γονιμότητα μπορεί να γίνει προβληματική πάνω από την ηλικία των 40, εντούτοις υπάρχουν και ορισμένα οφέλη. Οι γυναίκες που γεννούν μετά τα 40 έχουν υψηλότερα ποσοστά μόρφωσης και είναι πιο πιθανό να ασχολούνται πολύ περισσότερο με τα παιδιά τους σε σχέση με τις νεαρότερες μητέρες.
Εκτός από τα θέματα της γονιμότητας, υπάρχουν και υψηλότεροι κίνδυνοι για τα παιδιά που γεννιούνται από μεγαλύτερες μητέρες. Η συχνότητα εμφάνισης του συνδρόμου Down για παράδειγμα σε γυναίκες άνω των 45 ετών φτάνει το 1 κάθε 12 γεννήσεις, σε σύγκριση με το 1/350 σε γυναίκες κάτω των 30 ετών. Τα ποσοστά αυτισμού είναι 50% υψηλότερα σε παιδιά, οι μητέρες των οποίων ήταν άνω των 40 ετών ενώ έχουν επίσης αναφερθεί υψηλότερα ποσοστά αναπτυξιακής καθυστέρησης και τροφικών αλλεργιών σε αυτά τα παιδιά.

Στις γυναίκες πάνω από τα 40, ο συνολικός αριθμός των ωαρίων στις ωοθήκες μειώνεται και επιπλέον υπάρχει μείωση στο ποσοστό των γενετικά φυσιολογικών ωαρίων. Επίσης, καθώς αυξάνεται η ηλικία, το περιβάλλον του ενδομητρίου και η τραχηλική βλέννη αλλάζουν ενώ υπάρχει και αυξημένη συχνότητα ανωμαλιών του κύκλου.
Όταν οι γυναίκες άνω των 40 ετών προσπαθούν να συλλάβουν, το πιο συχνό πρόβλημα είναι το απόθεμα (εφεδρεία ή παρακαταθήκη) των ωαρίων στις ωοθήκες τους. Ο όρος ωοθηκική παρακαταθήκη αναφέρεται στο αναπαραγωγικό δυναμικό μιας γυναίκας και περιλαμβάνει παράγοντες όπως ο αριθμός και η ποιότητα των ωοκυττάρων, η γονιμότητα τους (πιθανότητα επίτευξης εγκυμοσύνης) και η ανταπόκριση τους στη διέγερση των ωοθηκών (τόσο εξωγενώς με φάρμακα όσο και ενδογενώς με ορμόνες). Ο προσδιορισμός της ωοθηκικής παρακαταθήκης μπορεί να είναι περίπλοκος, αλλά είναι απαραίτητος προκειμένου να αξιολογηθεί και να εξασφαλιστεί το είδος της υποστήριξης που μπορεί να χρειαστεί η γυναίκα.

Για την εκτίμηση της ωοθηκικής παρακαταθήκης έχουν χρησιμοποιηθεί τα επίπεδα της ωοθυλακιοτρόπου ορμόνης (FSH). Η FSH μετράται στη 2η, 3η ή 4η ημέρα του έμμηνου κύκλου και τιμές FSH < 10 IU / L είναι ενδεικτικές βέλτιστης ανταπόκρισης των ωοθηκών. Μια χαμηλή τιμή FSH δείχνει ότι μπορεί να υπάρξει ανταπόκριση των ωοθηκών. Καθώς οι ωοθήκες γίνονται λιγότερο δεκτικές στο σήμα από την υπόφυση, η αρνητική ανάδραση της οιστραδιόλης στον υποθάλαμο και την υπόφυση μειώνονται και έτσι αυξάνονται τα επίπεδα της FSH. Αυτό φαίνεται κυρίως στην εμμηνόπαυση, όπου η πλήρης ωοθηκική ανεπάρκεια έχει ως αποτέλεσμα η FSH να φτάνει συχνά σε πολύ υψηλές τιμές. Υπάρχουν μελέτες που δείχνουν ότι όταν η FSH είναι > 18 IU / L υπάρχει πολύ υψηλή ειδικότητα στην πρόβλεψη για την αποτυχία να επιτευχθεί φυσιολογική κύηση (η ευαισθησία όμως της πρόβλεψης είναι αρκετά χαμηλότερη). Η μέτρηση της FSH έχει υψηλή ειδικότητα (83 - 100%) στην πρόβλεψη της φτωχής απόκρισης κατά τη διέγερση των ωοθηκών, αλλά υπάρχει μεγάλη μεταβλητότητα καθώς και διαφορετικές τιμές αναφοράς στην ιατρική βιβλιογραφία. Τα επίπεδα τηςΟιστραδιόλης (Ε2) πρέπει να μετρώνται μαζί με την FSH, καθώς μια πρώιμη αύξηση στις συγκεντρώσεις οιστραδιόλης στον ορό, είναι ένα κλασικό χαρακτηριστικό της αναπαραγωγικής γήρανσης και μπορεί επίσης να μειώσει τα επίπεδα μιας αυξημένης FSH εντός φυσιολογικών ορίων. Αν η FSH είναι εντός φυσιολογικών ορίων αλλά η οιστραδιόλη είναι αυξημένη (> 60-80 pg / mL) στην πρώιμη ωοθυλακική φάση, αυτό μπορεί να σημαίνει κακή απόκριση των ωοθηκών και μικρότερη πιθανότητα εγκυμοσύνης. Άλλες εξετάσεις, όπως οι δοκιμασίες πρόκλησης με κιτρική κλομιφαίνη (Clomid) και η μέτρηση των ωοθυλακίων, μπορούν να χρησιμοποιηθούν επίσης για την εκτίμηση της ανταπόκρισης των ωοθηκών.

Πέμπτη 30 Ιουλίου 2015

Σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου

Το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου ή σπαστική κολίτιδα (Irritable bowel syndromeIBS) είναι μια συχνή διαταραχή που επηρεάζει το παχύ έντερο. Το σύνδρομο του ευερέθιστου εντέρου είναι μια χρόνια κατάσταση που προκαλεί συνήθως κοιλιακό πόνο και κράμπες, φουσκώματα, αέρια, διάρροια και δυσκοιλιότητα.
Παρά τη συμπτωματολογία του, το σύνδρομο του ευερέθιστου εντέρου - σε αντίθεση με την ελκώδη κολίτιδα και τη νόσο του Crohn, οι οποίες είναι μορφές φλεγμονώδους νόσου του εντέρου - δεν προκαλεί αλλαγές στους ιστούς του εντέρου και δεν αυξάνει τον κίνδυνο πρόκλησης καρκίνου του παχέος εντέρου.

Συμπτώματα συνδρόμου ευερέθιστου εντέρου
Τα σημεία και τα συμπτώματα του συνδρόμου του ευερέθιστου εντέρου μπορεί να ποικίλουν πολύ από άτομο σε άτομο. Ανάμεσα στα πιο κοινά είναι τα εξής:
  • Κοιλιακός πόνος ή κράμπες
  • Αίσθηση φουσκώματος
  • Αέρια
  • Διάρροια ή δυσκοιλιότητα ή μερικές φορές, εναλλασσόμενες περιόδους δυσκοιλιότητας και διάρροιας
  • Βλέννα στα κόπρανα
Διαβάστε περισσότερα...

Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2014

Συχνές Ερωτήσεις σχετικά με την Τροφική Δυσανεξία και το TrophoScan©

Συχνές Ερωτήσεις σχετικά με την Τροφική Δυσανεξία και το TrophoScan©

1.                   Τι είναι η ανεπιθύμητη τροφική αντίδραση?
Ως ανεπιθύμητη τροφική αντίδραση ορίζεται οποιοδήποτε σύμπτωμα εμφανίζεται μετά τη λήψη της τροφής. Ένα σύμπτωμα μπορεί να είναι οποιαδήποτε αλλαγή στο πώς αισθανόμαστε ή λειτουργούμε και μπορεί να εκδηλωθεί για παράδειγμα, ως εξάνθημα, ως πόνος στις αρθρώσεις ή ως κόπωση.
Οι ανεπιθύμητες τροφικές αντιδράσεις ταξινομούνται σε δυο ομάδες: τοξικές και μη-τοξικές τροφικές αντιδράσεις. Η τοξική τροφική αντίδραση είναι αυτή που συχνά αναφέρεται ως τροφική δηλητηρίαση και οφείλεται στην παρουσία επιβλαβών  ουσιών μέσα στην τροφή. Οι μη-τοξικές τροφικές αντιδράσεις διαιρούνται σε δύο υπο-ομάδες: ανοσολογικής και μη-ανοσολογικής αιτιολογίας. Οι μη-ανοσολογικής αιτιολογίας τροφικές αντιδράσεις, περιλαμβάνουν ανεπιθύμητες ενέργειες από τα χημικά πρόσθετα των τροφών, από τις ουσίες εντός των τροφών με φαρμακολογική δράση και από τις δυσανεξίες εξαιτίας  της κληρονομικής έλλειψης ή δυσλειτουργίας ορισμένων ενζύμων, όπως για παράδειγμα η έλλειψη του ενζύμου λακτάση δημιουργεί τη δυσανεξία στη λακτόζη. Οι ανοσολογικής αιτιολογίας τροφικές αντιδράσεις έχει επικρατήσει να ονομάζονται τροφικές αλλεργίες ή τροφικές υπερευαισθησίες ή τροφικές δυσανεξίες.
Το TrophoScan© αποτελεί με εργαστηριακή μέθοδο (ELISA) που έχει σχεδιασθεί και έχει αναπτυχθεί εξολοκλήρου από τη Διαγνωστική Αθηνών και που μετράει τις ανεπιθύμητες τροφικές αντιδράσεις ανοσολογικής αιτιολογίας με τη συμμετοχή των IgG αντισωμάτων.

2.                   Τι είναι οι τροφικές αλλεργίες?
Η τροφική αλλεργία είναι  μια ανεπιθύμητη τροφική αντίδραση στην οποία συμμετέχει κάποιος ανοσολογικός μηχανισμός. Οι ανοσολογικής αιτιολογίας τροφικές αντιδράσεις περιλαμβάνουν τη δημιουργία αντισωμάτων έναντι ορισμένων αντιγόνων προερχόμενων από τα τρόφιμα. Αυτές οι αντιδράσεις εξαρτώνται από την ευαισθησία του οργανισμού σε ορισμένες τροφές και στην οποία συμμετέχει η γενετική προδιάθεση και το γενικότερο επίπεδο υγείας του οργανισμού. Οι τροφικές αλλεργίες ταξινομούνται σε διαμεσολαβούμενες από τα IgE και σε μη-διαμεσολαβούμενες από τα IgE αντισώματα.



3.            Τι προάγει την ανάπτυξη τροφικής αλλεργίας?
Η υποκείμενη αιτιολογία για την ανάπτυξη τροφικής αλλεργίας ποικίλλει από άτομο σε άτομο. Πιθανές αιτίες περιλαμβάνουν την αντιγονική υπερφόρτιση, την  κακή πέψη και απορρόφηση, το στρες, τις διαταραχές στην εντερική χλωρίδα (δυσβίωση) και τις διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος.

4.            Πως μπορώ να εξετασθώ για τις τροφικές αλλεργίες?
Χρειάζεται μόνο  λίγο αίμα που λαμβάνεται με μια απλή αιμοληψία. Η Διαγνωστική Αθηνών εφαρμόζει τη μεθοδολογία της ELISA για τον ποσοτικό προσδιορισμό των IgG αντισωμάτων και την ανοσοενζυμική τεχνική ImmunoCAP της Phadia (Thermo Scientific)  για τον προσδιορισμό των IgE αντισωμάτων. Η ELISA είναι το ακρωνύμιο για την Enzyme Linked ImmunoSorbent Assay (Ενζυμο-Συνδεδεμένη Ανοσοπροσροφητική Δοκιμασία), μια πολύ διαδεδομένη, αξιόπιστη και ευαίσθητη εργαστηριακή τεχνική.
Η εξέταση ELISA που εφαρμόζουμε στη Διαγνωστική Αθηνών περιλαμβάνει ένα (ή περισσότερα) «πιάτα» ELISA 96 φρεατίων, κάθε ένα από τα οποία είναι καλυμμένο με συγκεκριμένη ποσότητα κακαθαρμένων πρωτεϊνών απομονωμένες από τα αντίστοιχα τρόφιμα (αντιγόνο). Ο ορός του ασθενούς προστίθεται μέσα στα φρεάτια του «πιάτου» ELISA και στη συνέχεια μετράται η δέσμευση αντιγόνου – αντισώματος. Για τη μέτρηση της δέσμευσης αυτής χρησιμοποιείται ένα σύστημα ενζύμου – αντισώματος το οποίο αναγνωρίζει τα υπάρχοντα αντισώματα του ορού που έχουν δεσμευτεί πάνω στα αντιγόνα των τροφών (που βρίσκονται προσκολλημένα εντός των φρεατίων). Η δράση του ενζύμου γίνεται εμφανής με την αλλαγή του χρώματος και μετράται με τη χρήση ειδικών φωτομέτρων. Η ένταση του χρώματος μέσα στα φρεάτια είναι ανάλογη με τη συγκέντρωση συμπλεγμάτων αντισώματος – αντιγόνου τροφής.
Χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της  ELISA και την παρόμοιας τεχνολογίας μέθοδο ImmunoCAP, στη Διαγνωστική Αθηνών ελέγχουμε τον ορό του ασθενούς για την παρουσία άμεσης ή αργοπορημένης τροφικής υπερευαισθησίας, δηλαδή μετράμε την παρουσία ειδικών ανοσοσφαιρινών Ε (αντισώματα IgE) και ανοσοσφαιρινών G (αντισώματα IgG), αντίστοιχα. Οι αλλεργικές αντιδράσεις στα τρόφιμα (και στα υπόλοιπα  αλλεργιογόνα όπως για παράδειγμα στα εισπνεόμενα αλλεργιογόνα), χαρακτηρίζονται από την αύξηση των ειδικών ανοσοσφαιρινών στον ορό του ασθενούς και την ενεργοποίηση των μηχανισμών φλεγμονής του ανοσοποιητικού συστήματος.
Διάφορες μελέτες δείχνουν ότι οι αλλεργικές τροφικές αντιδράσεις εμπλέκονται σε ένα μεγάλο αριθμό διαφορετικών προβλημάτων υγείας. Μη τη βοήθεια των εξετάσεων TrophoScan© και ImmunoCAP© παρέχουμε στον ασθενή δύο χρήσιμα εργαλεία με το οποία μπορεί να εκτιμήσει το βαθμό της υπερευαισθησίας του στα διάφορα τροφικά αλλεργιογόνα.

5.            Πρέπει να τρώω ή να αποφεύγω ορισμένες τροφές πριν από την εξέταση?
Όχι, είναι καλύτερα να διατηρήσετε τις διατροφικές σας συνήθειες, καταναλώνοντας ότι τρώτε συνήθως. Είναι αυτονόητο ότι θα πρέπει να αποφύγετε  οποιαδήποτε τροφή σας έχει προκαλέσει αναφυλαξία. Η κατανάλωση αυτών των τροφών μπορεί να αποβεί μοιραία.
Η αιμοληψία πρέπει να γίνει πριν τη λήψη του πρωινού.  Η λήψη νερού επιτρέπεται.

6.            Πρέπει να διακόψω τη φαρμακευτική μου αγωγή πριν την εξέταση?
Τα αντιφλεγμονώδη και τα ανοσοκατασταλτικά φάρμακα όπως η πρεδνιζόνη (κορτιζόνη) και η κυκλοσπορίνη αντίστοιχα, καταστέλλουν ή τροποποιούν τη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος και μπορεί να επηρεάσουν το αποτέλεσμα της εξέτασης. Η διακοπή ή όχι αυτών των φαρμάκων πρέπει να γίνει σε συνεννόηση με τον θεράποντα ιατρό.

7.            Ποια είναι η διαφορά μεταξύ της IgE διαμεσολαβούμενης και της μη – IgE διαμεσολαβούμενης τροφικής αλλεργίας?
Η IgE διαμεσολαβούμενη τροφική αλλεργία περιλαμβάνει την παραγωγή IgE αντισωμάτων έναντι ορισμένων τροφικών αντιγόνων και συμβαίνει συνήθως αμέσως μετά την κατανάλωση της ύποπτης τροφής. Αυτού του τύποι οι αλλεργίες ονομάζονται και άμεσες επειδή τα συμπτώματα εμφανίζονται μέσα σε 2-3 ώρες μετά την κατανάλωση της αλλεργιογόνου τροφής. Η κλασική τροφική αλλεργία συμβαίνει όταν τα IgE αντισώματα που βρίσκονται πάνω σε ορισμένα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος (μαστοκύτταρα), αναγνωρίζουν και δεσμεύουν την αλλεργιογόνο τροφή.  Η δέσμευση αυτή προκαλεί την έκκριση ορισμένων ουσιών, κυρίως ισταμίνης αλλά και κάποιων άλλων, από τα μαστοκύτταρα. Οι ουσίες αυτές προκαλούν πολλά από τα συμπτώματα που εμφανίζονται στην τροφική αλλεργία όπως τις κράμπες στο στομάχι, τη διάρροια, τα δερματικά εξανθήματα, τα οιδήματα και την αναφυλαξία.
Η μη – IgE διαμεσολαβούμενη τροφική αλλεργία περιλαμβάνει την παραγωγή άλλου τύπου αντισωμάτων, εκτός των IgE, δηλαδή την παραγωγή κυρίως IgG αντισωμάτων. Τα συμπτώματα της τροφικής αλλεργίας από IgG αντισώματα (τροφική δυσανεξία) μπορούν να εμφανιστούν από ώρες μέχρι και μέρες μετά την κατανάλωση της ύποπτης τροφής, και ως εκ τούτου ονομάζονται και επιβραδυνομένου τύπου τροφικές αλλεργίες. Σε αυτές τις περιπτώσεις, τα IgG αντισώματα δεσμεύουν τα αντιγόνα των τροφών και σχηματίζουν συμπλέγματα αντισώματος – αντιγόνου, εντός της κυκλοφορίας του αίματος. Αυτά τα συμπλέγματα μπορεί να επικαθήσουν σε διάφορους ιστούς του οργανισμού και να εκκινήσουν έτσι τη διεργασία φλεγμονών.

8.            Τι είναι η τροφική αναφυλαξία?
Η αναφυλακτικού τύπου αντίδραση μετά την κατανάλωση ορισμένης τροφής, είναι μια απειλητική για τη ζωή κατάσταση που προκαλεί οίδημα και σπασμό των αεροφόρων οδών. Είναι μια IgE διαμεσολαβούμενη αντίδραση υπερευαισθησίας που συμβαίνει αμέσως μετά από την κατανάλωση της ένοχης τροφής. Η κατάσταση αυτή απαιτεί την άμεση λήψη ιατρικής βοήθειας.

9.            Ποια είναι τα πιο κοινά συμπτώματα και σημεία της τροφικής δυσανεξίας?
Από το Γαστρεντερικό Σύστημα:  έμετοι, δυσκοιλιότητα, διάρροια ή πολύ μαλακά κόπρανα, φουσκώματα και αέρια, κοιλιακοί πόνοι και κωλικοί, μείωση της όρεξης, δυσαπορρόφηση, παχυσαρκία, γαστρο-οισοφαγική παλινδρόμηση, γαστρίτιδα και γαστρικό έλκος
Από το Μυοσκελετικό Σύστημα: αρθραλγίες, μυαλγίες, τενοντίτιδες
Από το Αναπνευστικό Σύστημα: βήχας, χρόνια ρινίτιδα, άσθμα, βρογχίτιδα, ιγμορίτιδα
Από το Νευρικό Σύστημα: πονοκέφαλοι, ημικρανία, αϋπνία, ευερεθιστότητα, κυκλοθυμία, άγχος, κατάθλιψη, σύνδρομο διάσπασης προσοχής και υπερκινητικότητας
Από το Δέρμα και το Ανοσοποιητικό Σύστημα:  χρόνιες ή υποτροπιάζουσες λοιμώξεις,  χρόνια ακμή, έκζεμα, ατοπική δερματίτιδα, αλλεργική επιπεφυκίτιδα, επαναλαμβανόμενες λοιμώξεις αυτιού
Από Άλλα Συστήματα: υποτροπιάζουσες κυστίτιδες, υπογλυκαιμία, σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2, υπέρταση, αρτηριοσκλήρωση, αναιμία, ηωσινοφιλία, κακή ανάπτυξη (για παιδιά και εφήβους), σύνδρομο χρόνιας κόπωσης

10.          Τι σημαίνουν τα αυξημένα επίπεδα των IgG αντισωμάτων έναντι ορισμένων τροφών στις απαντήσεις του TrophoScan©?
Τα αυξημένα επίπεδα των IgG αντισωμάτων είναι ενδεικτικά μιας επιβραδυνομένου τύπου υπερευαισθησίας έναντι των τροφών που εξετάσθηκαν. Η υπερευαισθησία αυτή μπορεί να εκδηλώνεται με διάφορα συμπτώματα. Επειδή όμως τα συμπτώματα δεν εμφανίζονται αμέσως μετά την κατανάλωση του ύποπτου τροφίμου, ο εντοπισμός αυτών των συμπτωμάτων δεν είναι εύκολη υπόθεση. Γενικά, η εμφάνιση των συμπτωμάτων μπορεί να γίνει από 2 μέχρι 72 ώρες μετά την κατανάλωση της τροφής. Τα IgG αντισώματα έναντι των τροφικών αντιγόνων βρίσκονται στην κυκλοφορία του αίματος για περίπου 21 μέρες σε υψηλές συγκεντρώσεις, ενώ η υπολειπόμενη δράση τους μπορεί να διαρκέσει 2 – 3 μήνες.  Τα συμπτώματα ως εκ τούτου μπορεί να επιμείνουν από εβδομάδες μέχρι και μήνες μετά την αφαίρεση της τροφής από το διαιτολόγιο μας.

11.          Το TrophoScan© έδειξε ότι έχω αυξημένα επίπεδα αντισωμάτων σε τρόφιμα που δεν έχω φάει ποτέ. Πώς γίνεται αυτό?
Πολλά από τα τρόφιμα που θεωρούμε ότι δεν τρώμε, τα καταναλώνουμε χωρίς να το γνωρίζουμε κρυμμένα μέσα σε επεξεργασμένες τροφές. Τις περισσότερες φορές οι εταιρείες παρασκευής των προϊόντων μπορεί να μην αναφέρουν όλα τα συστατικά ή τα αναφέρουν με ονόματα που ο καταναλωτής δεν είναι σε θέση να γνωρίζει  ή μπορεί να περιέχουν σε πολύ μικρές ποσότητες  προσμίξεις διαφορετικών τροφών (λόγω χρήσης ίδιων μηχανημάτων για παράδειγμα). Πόσοι από εμάς μπορεί να έχουν αντισώματα έναντι κρέατος αλόγου; Και πόσοι από αυτούς που έχουν αντισώματα έναντι κρέατος αλόγου έφαγαν εν γνώσει τους, κρέας αλόγου;
Άλλες φορές πάλι, είναι δυνατόν να υπάρχουν διασταυρούμενες αντιδράσεις υπερευαισθησίας. Για παράδειγμα, μια επιβραδυνομένου τύπου υπερευαισθησία στα αντιγόνα του λεμονιού, μπορεί να δείχνει ανάλογη υπερευαισθησία και σε άλλα τρόφιμα της ίδιας οικογένειας (στο παράδειγμα μας, στο πορτοκάλι ή το μανταρίνι). Μπορεί ακόμη να υπάρχει διασταυρούμενη αντίδραση και με αντισώματα  έναντι αντιγόνων εκτός τροφών. Για παράδειγμα, ασθενείς με αλλεργία στο φυσικό λατέξ μπορεί να έχουν διασταυρούμενη αντίδραση με αντιγόνα από την μπανάνα.
Κατά την εκτίμηση της τροφικής δυσανεξίας είναι σημαντικό να λαμβάνονται υπόψη και οι πιθανές διασταυρούμενες αντιδράσεις. Οι ανεπιθύμητες τροφικές δυσανεξίες και τα συμπτώματα μπορούν να συμβούν είτε όταν το ανοσοποιητικό σύστημα ανιχνεύει το υπεύθυνο αντιγόνο είτε όταν ανιχνεύει ένα παρόμοιο αντιγόνο.  Οι διασταυρούμενες αντιδράσεις είναι αρκετά συχνές στα φρούτα και στα λαχανικά.

12.          Το TrophoScan© έδειξε ότι έχω αυξημένα επίπεδα αντισωμάτων έναντι της Γλουτένης. Αυτό σημαίνει ότι πάσχω από κοιλιοκάκη?
Η οριστική διάγνωση της κοιλιοκάκης τίθεται με τη βιοψία από το πάσχον έντερο και ορισμένες αιματολογικές εξετάσεις που επίσης γίνονται στη Διαγνωστική Αθηνών (Αντισώματα έναντι της Ιστικής Τρανσγλουταμινάσης, Αντισώματα έναντι του Ενδομυίου, Αντισώματα έναντι της Γλιαδίνης, Μοριακός έλεγχος για την παρουσία των αντιγόνων ιστοσυμβατότητας DQ8 & DQ2). Η παρουσία αντισωμάτων έναντι της γλουτένης ή και έναντι των δημητριακών (σιτάρι, κριθάρι, σίκαλη, βρώμη) δεν θέτουν τη διάγνωση της κοιλιοκάκης, όμως κατευθύνουν προς περεταίρω διερεύνηση.




13.          Πως χρησιμοποιώ τα αποτελέσματα του TrophoScan©?
Μετά την εξέταση και την λήψη των αποτελεσμάτων του ελέγχου της τροφικής δυσανεξίας με το TrophoScan©, δείτε προσεκτικά τα αποτελέσματα. Τα επόμενα βήματά σας θα πρέπει να αφορούν στο σχεδιασμό της διατροφής σας (συμβουλευτείτε τον γιατρό ή τον διαιτολόγο σας). Αφού σχεδιάσετε ένα πλάνο διατροφής, εφαρμόστε το και παρακολουθείστε την βελτίωση των συμπτωμάτων σας.

14.          Πόσο καιρό πρέπει να ακολουθήσω την ιδιαίτερη διατροφή μέχρι να δω βελτίωση στα συμπτώματά μου?

Λόγω του σχετικά μεγάλου χρόνου ημίσειας ζωής των αντισωμάτων IgG, για να γίνει εμφανής η βελτίωση των συμπτωμάτων μπορεί να χρειαστούν μέχρι και 3 μήνες.

Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2014

Δισφαινόλη Α και Τροφική Δυσανεξία


Η χημική έκθεση στην εμβρυική ζωή συνδέεται με τροφική δυσανεξία στους ενήλικες

Περισσότερο από το 20% του παγκόσμιου πληθυσμού υποφέρει από τροφική αλλεργία ή δυσανεξία. Ορισμένα στοιχεία δείχνουν ότι μπορεί να υπάρχει συσχέτιση αυτών των ανεπιθύμητων ενεργειών των τροφίμων, με παράγοντες περιβαλλοντικής προέλευσης. Γάλλοι ερευνητές έδειξαν ότι η περιγεννητική έκθεση σε χαμηλές δόσεις δισφαινόλης Α (ΒΡΑ), μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο ανάπτυξης τροφικής δυσανεξίας στην ενήλικη ζωή. Η δισφαινόλη Α (ΒΡΑ) έχει χρησιμοποιηθεί ευρέως στην παραγωγή πλαστικών καταναλωτικών αγαθών και γενικά θεωρείται ως χημική ουσία που μπορεί να προκαλέσει ενδοκρινικές διαταραχές. Χρησιμοποιώντας πειραματόζωα, η ερευνητική ομάδα παρατήρησε ότι η περιγεννητική έκθεση σε χαμηλές δόσεις δισφαινόλης προκάλεσε φλεγμονή του παχέος εντέρου με διήθηση από ουδετερόφιλα, αύξηση της παραγωγής ιντερφερόνης-γ  και μείωση της παραγωγής του παράγονταTGF-β, σε σχέση με την από του στόματος ανοχή και ανοσοποίηση σε διαιτητικά αντιγόνα. Οι συγγραφείς της μελέτης καταλήγουν ότι: «το ανοσοποιητικό σύστημα του νεογνού είναι ευαίσθητο σε χαμηλές δόσεις δισφαινόλης, γεγονός που προκαλεί τροφική δυσανεξία αργότερα στην ενήλικο ζωή».


Food intolerance at adulthood after perinatal exposure to the endocrine disruptor bisphenol A. Menard S, Guzylack-Piriou L, Leveque M, Braniste V, Lencina C, Naturel M, Moussa L, Sekkal S, Harkat C, Gaultier E, Theodorou V, Houdeau E. FASEB J. 2014 Aug 1.



Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2014

Καρνιτίνη. Πόσο χρήσιμη είναι?


Τι είναι η Καρνιτίνη;
Η καρνιτίνη, προέρχεται από αμινοξέα και βρίσκεται σχεδόν σε όλα τα κύτταρα του σώματος. Το όνομά της προέρχεται από τη λατινική λέξη carnus (σάρκα), επειδή απομονώθηκε αρχικά από το κρέας. Η καρνιτίνη είναι ένας γενικός όρος που αναφέρεται σε έναν αριθμό ουσιών οι οποίες περιλαμβάνουν την L-καρνιτίνη, την ακετυλο-L-καρνιτίνη και την προπιονυλο-L-καρνιτίνη.
Η καρνιτίνη παίζει κρίσιμο ρόλο στην παραγωγή ενέργειας. Μεταφέρει τα λιπαρά οξέα μακράς αλύσου στα μιτοχόνδρια, ώστε να μπορέσουν να οξειδωθούν και να παράγουν ενέργεια. Μεταφέρει επίσης τις τοξικές ενώσεις που δημιουργούνται μέσα στα μιτοχόνδρια, έξω από αυτά τα κυτταρικά οργανίδια, για να αποτρέψει τη συσσώρευση τους. Με δεδομένες αυτές τις βασικές λειτουργίες, η καρνιτίνη συγκεντρώνεται σε ιστούς όπως τους σκελετικούς μύες και τον καρδιακό μυ που χρησιμοποιούν τα λιπαρά οξέα ως διαιτητική «καύσιμη ύλη».
Το σώμα δημιουργεί αρκετή καρνιτίνη για να καλύψει τις ανάγκες του, στους περισσότερους ανθρώπους. Για γενετικούς ή ιατρικούς λόγους, ορισμένα άτομα (όπως τα πρόωρα βρέφη) δεν μπορούν να δημιουργήσουν αρκετή, κάνοντας έτσι την  καρνιτίνη, υπό όρους, ένα απαραίτητο θρεπτικό συστατικό.

Ποια είναι η συνιστώμενη πρόσληψη καρνιτίνης;
Υγιή παιδιά και ενήλικες δεν χρειάζεται να λαμβάνουν καρνιτίνη από τα τρόφιμα ή τα συμπληρώματα, καθώς το συκώτι και οι νεφροί παράγουν επαρκείς ποσότητες από τα αμινοξέα λυσίνη και μεθιονίνη, έτσι ώστε να ανταποκριθούν στις καθημερινές ανάγκες.

Ποιες τροφές παρέχουν καρνιτίνη;
Ζωικά προϊόντα όπως το κρέας, τα ψάρια, τα πουλερικά και το γάλα είναι οι καλύτερες πηγές. Σε γενικές γραμμές, όσο πιο κόκκινο είναι το κρέας, τόσο υψηλότερη περιεκτικότητα σε καρνιτίνη έχει. Η περιεκτικότητα σε καρνιτίνη στα διάφορα τρόφιμα παρατίθεται στον Πίνακα 1.



Πίνακας 1. Περιεκτικότητα ορισμένων τροφίμων σε καρνιτίνη
Τρόφιμο
Περιεκτικότητα (mg)
Μπριζόλα μοσχαρίσια, μαγειρευμένη (120 γρ)
56 – 162
Κιμάς μοσχαρίσιος, μαγειρευμένος (120 γρ)
87 – 99
Γάλα πλήρες (1 φλιτζάνι)
8
Μπακαλιάρος, μαγειρευμένος (120 γρ)
4 - 7
Στήθος κοτόπουλου, μαγειρευμένο (120 γρ)
3 – 5
Παγωτό (1/2 φλιτζάνι)
3
Τυρί cheddar (60 γρ)
2
Ψωμί ολικής αλέσεως(2 φέτες)
0.2
Σπαράγγια , μαγειρευμένα (1/2 φλιτζάνι)
0.1

Η καρνιτίνη εμφανίζεται σε δύο μορφές, που είναι γνωστή ως D και L, τα οποία είναι κατοπτρικά είδωλα (ισομερή) η μία της άλλης. Μόνο η L-καρνιτίνη είναι δραστική για τον οργανισμό και είναι η μορφή που βρίσκεται στα τρόφιμα.

Απορρόφηση και μεταβολισμός της καρνιτίνης
Οι ενήλικες που τρώνε μικτές δίαιτες που περιλαμβάνουν κόκκινο κρέας και άλλα προϊόντα ζωικής προέλευσης, λαμβάνουν περίπου 60-180 mg καρνιτίνης ανά ημέρα. Οι αυστηρά φυτοφάγοι (Vegans) λαμβάνουν σημαντικά λιγότερες ποσότητες (περίπου 10-12 mg), δεδομένου ότι αποφεύγουν τα τρόφιμα ζωικής προέλευσης. Το μεγαλύτερο μέρος (54 - 86%) της διατροφικής καρνιτίνης απορροφάται στο λεπτό έντερο και εισέρχεται στην κυκλοφορία του αίματος. Οι νεφροί διατηρούν αποτελεσματικά την καρνιτίνη, έτσι ώστε ακόμη και μια κακή διατροφή όσον αφορά την καρνιτίνη, έχει μικρή επίπτωση στη συνολική περιεκτικότητα του σώματος σε καρνιτίνη. Αντί να μεταβολιστεί, η περίσσεια καρνιτίνης απεκκρίνεται στα ούρα μέσω των νεφρών, έτσι όπως απαιτείται ώστε να διατηρηθεί σταθερή η συγκέντρωση της στο αίμα.

Πότε μπορεί να συμβεί ανεπάρκεια L-καρνιτίνης;
Υπάρχουν δύο τύποι ανεπάρκειας καρνιτίνης. Η πρωτοπαθής ανεπάρκεια καρνιτίνης που είναι μια γενετική διαταραχή του κυτταρικού συστήματος μεταφοράς της καρνιτίνης και που εκδηλώνεται συνήθως στην ηλικία των πέντε ετών με συμπτώματα καρδιομυοπάθειας, αδυναμία των σκελετικών μυών και υπογλυκαιμία. Η δευτεροπαθείς ανεπάρκειες της καρνιτίνης μπορεί να συμβούν εξαιτίας ορισμένων διαταραχών (όπως η χρόνια νεφρική ανεπάρκεια) ή κάτω από ειδικές συνθήκες (όπως η χρήση ορισμένων αντιβιοτικών) που μειώνουν την απορρόφηση της καρνιτίνης ή αυξάνουν την απέκκριση της. Όλοι συμφωνούν σχετικά με την αξία της καρνιτίνης ως συνταγογραφούμενο προϊόν για την αντιμετώπιση αυτών των ελλείψεων.

Ποιες είναι τα δεδομένα σχετικά με την καρνιτίνη;
Η καρνιτίνη έχει μελετηθεί εκτενώς γιατί κατέχει σημαντική θέση στην παραγωγή ενέργειας στον οργανισμό και ακόμη είναι ένα καλά ανεκτή και γενικά ασφαλής ως θεραπευτικός παράγοντας. Οι ερευνητές προτιμούν να χρησιμοποιούν την ακετυλ-L-καρνιτίνη σε ερευνητικές μελέτες επειδή απορροφάται καλύτερα από το λεπτό έντερο από ότι η L-καρνιτίνη και διασχίζει πιο αποτελεσματικά τον φραγμό αίματος-εγκεφάλου (δηλαδή, περνάει στο κεντρικό νευρικό σύστημα).
Αθλητική απόδοση
Μερικοί αθλητές λαμβάνουν καρνιτίνη για να βελτιώσουν τις επιδόσεις τους. Ωστόσο, είκοσι χρόνια έρευνας δεν έχουν βρει ισχυρές ενδείξεις ότι τα συμπληρώματα καρνιτίνης μπορεί να βελτιώσουν την άσκηση ή τη σωματική απόδοση σε υγιείς εθελοντές, σε δόσεις που κυμαίνονται από 2-6 γραμμάρια / ημέρα για 1-28 ημέρες. (Η συνολική περιεκτικότητα του σώματος σε καρνιτίνη είναι περίπου 20 γραμμάρια, για έναν άνθρωπο που ζυγίζει 75 κιλά, σχεδόν ολόκληρη η ποσότητα ευρισκόμενη στους σκελετικούς μύες). Για παράδειγμα, τα συμπληρώματα καρνιτίνης δεν φαίνεται να αυξάνουν τη χρήση του οξυγόνου από τον οργανισμό ή να βελτιώνουν τη μεταβολική κατάσταση κατά την άσκηση, ούτε αυξάνουν κατ 'ανάγκη το ποσό της καρνιτίνης στους μύες.
Γήρανση
Η μείωση της λειτουργίας των μιτοχονδρίων πιστεύεται ότι συμβάλλει στη διαδικασία της γήρανσης. Η καρνιτίνη μπορεί να εμπλέκεται, διότι η συγκέντρωση στους ιστούς μειώνεται με την πάροδο ηλικία και ως εκ τούτου μειώνεται και η ακεραιότητα της μιτοχονδριακής μεμβράνης. Μελέτες σε ηλικιωμένα πειραματόζωα έδειξαν ότι η συμπλήρωση με υψηλές δόσεις ακετυλο-L-καρνιτίνης και α-λιποϊκό οξύ (ένα αντιοξειδωτικό) μπορεί να μειώσει την μιτοχονδριακή αποδόμηση. Τα πειραματόζωα βελτίωσαν επίσης την κινητικότητα τους και τις επιδόσεις τους σε διεργασίες που απαιτούσαν μνήμη. Προς το παρόν, δεν υπάρχουν αντίστοιχες μελέτες αυτού του είδους σε ανθρώπους. Ωστόσο, σε άλλες μελέτες ελεγχόμενες με εικονικό φάρμακο, έδειξαν ότι τα συμπληρώματα της ακετυλο-L-καρνιτίνη μπορεί να βελτιώσουν τις νοητικές λειτουργίες σε ηλικιωμένα άτομα με ήπια νοητική εξασθένηση και νόσο Αλτσχάιμερ. Σε αυτές τις μελέτες, οι ασθενείς έλαβαν 1.5 - 3.0 γραμμάρια / ημέρα ακετυλο-L-καρνιτίνη για 3 - 12 μήνες.
Καρδιαγγειακό σύστημα και περιφερική αρτηριακή νόσος
Αρκετές μελέτες έχουν εξετάσει την αποτελεσματικότητα των συμπληρωμάτων καρνιτίνης στην καρδιακή ισχαιμία (περιορισμός της ροής του αίματος προς την καρδιά) και στην περιφερική αρτηριακή νόσο (της οποίας το πιο σημαντικό σύμπτωμα είναι κακή κυκλοφορία στα πόδια, μια κατάσταση γνωστή ως διαλείπουσα χωλότητα). Επειδή τα επίπεδα της καρνιτίνης είναι χαμηλά στον πάσχοντα καρδιακό μυ, η λήψη συμπληρωμάτων καρνιτίνης θα μπορούσε να εξουδετερώσει τις τοξικές επιδράσεις των ελεύθερων λιπαρών οξέων και τη βελτίωση του μεταβολισμού των υδατανθράκων. Σε βραχυχρόνιες μελέτες, η καρνιτίνη δείχθηκε ότι έχει αντι-ισχαιμικές ιδιότητες όταν χορηγείται είτε από το στόμα είτε παρεντερικά. Η θεραπεία με L-καρνιτίνη σε ασθενείς που πάσχουν από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου μειώνει τη θνησιμότητα από κάθε αιτία κατά 27%, τις κοιλιακές αρρυθμίες κατά 65%, και τη στηθάγχη κατά 40% σε σχέση με μια περίοδο παρακολούθησης δύο μηνών, αλλά δεν μειώνει τον κίνδυνο της καρδιακής ανεπάρκειας ή της επανάληψης του εμφράγματος του μυοκαρδίου.
Η χωλότητα είναι αποτέλεσμα της ανεπαρκούς παροχής αίματος πλούσιου σε οξυγόνου στα πόδια, γεγονός που οδηγεί στη συσσώρευση της ακετυλοκαρνιτίνης στους μύες εξαιτίας της ανεπαρκούς χρησιμοποίησης της. Οι ασθενείς με περιφερική αρτηριακή νόσο οι οποίοι αναπτύσσουν χωλότητα, έχουν σημαντικά προβλήματα και δυσκολία στο περπάτημα, ακόμη και σε μικρές αποστάσεις και με μικρή ταχύτητα. Μελέτες δείχνουν ότι η καρνιτίνη μπορεί να βελτιώσει την απόδοση των σκελετικών μυών στα πόδια. Σε μία κλινική δοκιμή, η συμπλήρωση με L-καρνιτίνη (με τη μορφή της προπιονυλο-L-καρνιτίνης, 2 g / ημέρα για 12 μήνες) σε ασθενείς με μέτριου έως σοβαρού βαθμού χωλότητα, βελτίωσε σημαντικά την μέγιστη απόσταση βαδίσματος και βελτίωσε την ποιότητα της ζωής, σε σύγκριση με ασθενείς που έλαβαν εικονικό φάρμακο. Σε άλλη παρόμοια μελέτη, η ίδια ημερήσια δόση και μορφή καρνιτίνης, χορηγούμενη για 6 μήνες σε ασθενείς με χωλότητα, βελτίωσε σημαντικά την απόσταση και την ταχύτητα, μείωσε τον σωματικό πόνο, ενδυνάμωσε τη σωματική λειτουργία και βελτίωσε τη συνολική κατάσταση υγείας, σε σύγκριση με τους ασθενείς στην ομάδα ελέγχου. Συμπερασματικά, η προπιονυλ-L-καρνιτίνη αυξάνει σημαντικά την απόσταση που μπορούν να διανύσουν με τα πόδια, ασθενείς με χωλότητα.
Τα ευρήματα αυτά δείχνουν ότι η L-καρνιτίνη, όταν χορηγείται για έως 1 χρόνο, μπορεί να έχει ευεργετικά αποτελέσματα επί του καρδιαγγειακού συστήματος σε ορισμένες καταστάσεις. Άλλες έρευνες ωστόσο, θέτουν ορισμένους προβληματισμούς σχετικά με τις καρδιαγγειακές επιδράσεις της χρόνιας έκθεσης σε καρνιτίνη. Σε μια πρόσφατη μελέτη (2013) που περιελάμβανε τόσο πειραματόζωα όσο και ανθρώπους, διαπιστώθηκε ότι η L-καρνιτίνη μεταβολίζεται από τα μικρόβια της εντερικής χλωρίδας προς οξείδιο της τριμεθυλαμίνης (ΤΜΑΟ), μιας προ-αθηρογόνου ουσίας, σχετιζόμενης με αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου. Λόγω των διαφορών στην εντερική βακτηριακή σύνθεση, οι παμφάγοι συμμετέχοντες στη μελέτη παρήγαγαν περισσότερη TMAO από τους αυστηρά χορτοφάγους και χορτοφάγους μετά την κατανάλωση L- καρνιτίνης. Στη μελέτη διαπιστώθηκε επίσης δοσοεξαρτώμενη συσχέτιση μεταξύ της συγκέντρωσης της L-καρνιτίνης στο πλάσμα και του κινδύνου ανάπτυξης στεφανιαίας νόσου, της νόσου των περιφερικών αγγείων και συνολικά της καρδιαγγειακής νόσου, αλλά μόνο όταν υπήρχαν ταυτόχρονα υψηλά επίπεδα ΤΜΑΟ. Οι ερευνητές σημειώνουν ότι τα ευρήματα αυτά θα μπορούσαν εν μέρει να εξηγήσουν τη σύνδεση μεταξύ της υψηλής κατανάλωσης κόκκινου κρέατος (μια πλούσια πηγή καρνιτίνης) και του αυξημένου κινδύνου καρδιαγγειακής νόσου. Προφανώς, απαιτούνται περισσότερες μελέτες για να κατανοήσουμε πλήρως τις επιπτώσεις της καρνιτίνης στην υγεία του καρδιαγγειακού συστήματος.
Καρκίνος
Η κόπωση που προκύπτει μετά από χημειοθεραπεία ή θεραπεία ακτινοβολίας και η κακή διατροφική κατάσταση είναι συνηθισμένα φαινόμενα σε ασθενείς με καρκίνο. Μπορεί επίσης να έχουν ανεπάρκεια σε καρνιτίνη. Σε μία μελέτη, η θεραπεία με συμπληρώματα καρνιτίνης (4 γραμμάρια / ημέρα για μία εβδομάδα) βελτίωσε την κόπωση στους περισσότερους ασθενείς που υπέστησαν χημειοθεραπεία και αποκατέστησε τα επίπεδα καρνιτίνης στο αίμα. Σε μια άλλη μελέτη, ασθενείς με καρκίνο τελικού σταδίου που έλαβαν καρνιτίνη (δόσεις που κυμαίνονταν από 250 mg έως 3 γραμμάρια / ημέρα), εμφάνισαν λιγότερη κόπωση, βελτιωμένη διάθεση και καλύτερη ποιότητα ύπνου. Και στις δύο μελέτες, τα περισσότερα άτομα είχαν ανεπάρκεια καρνιτίνης πριν από τη λήψη των συμπληρωμάτων.
Διαβήτης τύπου 2
Η αντίσταση στην ινσουλίνη, η οποία διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του διαβήτη τύπου 2, μπορεί να σχετίζεται με μια διαταραχή στην οξείδωση των λιπαρών οξέων στους μύες. Αυτό θέτει το ερώτημα του κατά πόσο η μιτοχονδριακή δυσλειτουργία θα μπορούσε να είναι ένας παράγοντας για την ανάπτυξη της νόσου. Η αυξημένη αποθήκευση λίπους στους ιστούς έχει γίνει πλέον δείκτης για την αντίσταση στην ινσουλίνη. Πρώιμες μελέτες υποδείκνυαν ότι η συμπλήρωση με L-καρνιτίνη ενδοφλεβίως, μπορούσε να βελτιώσει την ευαισθησία στην ινσουλίνη σε διαβητικούς, μειώνοντας τα επίπεδα λίπους των μυών και μπορούσε να μειώσει τα επίπεδα της γλυκόζης στο αίμα, αυξάνοντας την οξείδωση της στα κύτταρα. Σε μια πρόσφατη μελέτη με ασθενείς με διαβήτη τύπου 1 ή τύπου 2, βρέθηκε ότι η θεραπεία με ακετυλο-L-καρνιτίνη (3 γραμμάρια / ημέρα από το στόμα) για ένα έτος, ανακούφισε σημαντικά τους πόνους και βελτίωσε την αντίληψη των κραδασμών στους ασθενείς με διαβητική νευροπάθεια. Η θεραπεία ήταν πιο αποτελεσματική σε άτομα με διαβήτη τύπου 2.
HIV και AIDS
Ο ιός HIV προκαλεί μείωση του αριθμού των λεμφοκυττάρων (ενός τύπου λευκών αιμοσφαιρίων), καταλήγοντας στο σύνδρομο της επίκτητης ανοσοανεπάρκειας (AIDS). Ασθενείς μολυσμένοι με τον ιό HIV, συχνά συσσωρεύουν λίπος σε ορισμένες περιοχές του σώματος και χάνουν λίπος από άλλες ενώ έχουν και υψηλά επίπεδα λιπιδίων στο αίμα (υπερλιπιδαιμία) και αντίσταση στην ινσουλίνη, κατάσταση που συνολικά αποτελεί το σύνδρομο λιποδυστροφίας. Αυτό το σύνδρομο μπορεί να αντιπροσωπεύει μια μιτοχονδριακή τοξικότητα που επιφέρου η μόλυνση με τον HIV καθώς και τα αντιρετροϊκά φάρμακα που χρησιμοποιούνται για την θεραπεία και μπορεί να δημιουργούν ανεπάρκεια της καρνιτίνης που περιορίζει το μιτοχονδριακό μεταβολισμό του λίπους. Οι μοριακοί μηχανισμοί με τους οποίους συμβαίνουν αυτά τα γεγονότα είναι ελάχιστα κατανοητοί. Προκαταρκτικές έρευνες δείχνουν ότι η συμπλήρωση με καρνιτίνη ενδοφλέβια και από του στόματος (σε δόσεις από 2-6 γραμμάρια / ημέρα για εβδομάδες ή μήνες) σε άτομα μολυσμένα τον ιό HIV, μπορεί να επιβραδύνουν το θάνατο των λεμφοκυττάρων (γεγονός το οποίο με τη σειρά του μπορεί να επιβραδύνει την εξέλιξη της HIV λοίμωξης), να μειώσει τη νευροπάθεια και να βελτιώσει τα επίπεδα των λιπιδίων στο αίμα.
Νεφρική νόσος τελικού σταδίου και αιμοκάθαρση
Η ομοιόστασης της καρνιτίνης (η ισορροπία της μέσα στο σώμα) σε άτομα με νεφρικές παθήσεις, μπορεί να επηρεασθεί σημαντικά από διάφορους παράγοντες, κυρίως από την ελαττωμένη σύνθεση και την αυξημένη αποβολή της από τους νεφρούς καθώς και τη μειωμένη πρόσληψη από τα τρόφιμα που οφείλεται στην κακή όρεξη και στην κατανάλωση λιγότερων ζωικών προϊόντων. Πολλοί ασθενείς με νεφρική νόσο τελικού σταδίου, ιδιαίτερα εκείνοι που υποβάλλονται σε αιμοκάθαρση, έχουν ανεπάρκεια καρνιτίνης. Τα επίπεδα της καρνιτίνης στο αίμα και τα αποθέματα της στους μύες είναι χαμηλά, γεγονός που μπορεί να συμβάλει στην αναιμία, στη μυϊκή αδυναμία, στην κόπωση, διαταραγμένα επίπεδα λιπιδίων του αίματος και στις καρδιακές διαταραχές. Πολυάριθμες μελέτες δείχνουν ότι οι υψηλές δόσεις συμπληρωμάτων καρνιτίνης (συχνά με ένεση) σε ασθενείς που υποβάλλονται σε αιμοκάθαρση, μπορεί να διορθώσει μερικά ή και όλα από αυτά τα συμπτώματα.
Ανδρική υπογονιμότητα
Η περιεκτικότητα του σπερματικού πλάσματος σε καρνιτίνη είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη συγκέντρωση και την κινητικότητα των σπερματοζωαρίων, υποδηλώνοντας ότι η καρνιτίνη μπορεί να έχει αξία στην θεραπεία της ανδρικής υπογονιμότητα. Αρκετές μελέτες υποδεικνύουν ότι τα συμπληρώματα καρνιτίνης (2-3 γραμμάρια / ημέρα για 3-4 μήνες) μπορεί να βελτιώσουν την ποιότητα του σπέρματος, ενώ σε μια τυχαιοποιημένη διπλή-τυφλή μελέτη, διαπιστώθηκε ότι 2 γραμμάρια / ημέρα καρνιτίνης λαμβανομένης για 2 μήνες από 100 υπογόνιμους άνδρες, είχε σαν αποτέλεσμα την αύξηση τόσο της συγκέντρωσης όσο και της κινητικότητας των σπερματοζωαρίων τους. Τα αναφερόμενα οφέλη μπορεί να σχετίζονται με την αυξημένη οξείδωση των λιπαρών οξέων στα μιτοχόνδρια (παρέχοντας περισσότερη ενέργεια στα σπερματοζωάρια) καθώς και την ελάττωση των κυτταρικών θανάτων στους όρχεις. Ωστόσο, απαιτούνται μεγαλύτερες και καλύτερα σχεδιασμένες μελέτες για την αξιολόγηση της καρνιτίνης σαν θεραπεία υπογονιμότητας.

Υπάρχουν κίνδυνοι για την υγεία από την υπερβολική καρνιτίνη;
Σε δόσεις περίπου 3 g / ημέρα, τα συμπληρώματα καρνιτίνης μπορεί να προκαλέσουν ναυτία, εμετό, κοιλιακές κράμπες, διάρροια και οσμή σώματος «σαν από ψάρι». Πιο σπάνιες παρενέργειες περιλαμβάνουν μυϊκή αδυναμία σε ουραιμικούς ασθενείς και σπασμούς σε ασθενείς με επιληπτικές διαταραχές.
Ορισμένες μελέτες έχουν δείξει ότι τα βακτήρια της εντερικής χλωρίδας μεταβολίζουν την καρνιτίνη για να σχηματίσουν μια ουσία που ονομάζεται ΤΜΑΟ και που μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο ανάπτυξης καρδιαγγειακής νόσου. Αυτή η δράση φαίνεται να είναι πιο έντονη σε ανθρώπους που καταναλώνουν κρέας από ότι σε αυστηρά χορτοφάγους (Vegans) και χορτοφάγους. Οι επιπτώσεις αυτών των ευρημάτων δεν είναι απόλυτα κατανοητές και απαιτούν περισσότερη έρευνα.

Καρνιτίνη και φαρμακευτικές αλληλεπιδράσεις
Η καρνιτίνη αλληλεπιδρά με ορισμένα αντιβιοτικά όπως η πιβαμπικιλλίνη που χρησιμοποιούνται στην μακροχρόνια πρόληψη των λοιμώξεων της ουροφόρου οδού. Χρόνια χορήγηση των αντιβιοτικών αυτών αυξάνει την έκκριση της πιβαλοϋλ-καρνιτίνης, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε εξάντληση της καρνιτίνης. Ωστόσο, ενώ τα επίπεδα καρνιτίνης στους ιστούς μπορεί να γίνουν αρκετά χαμηλά ώστε να περιοριστεί η οξείδωση των λιπαρών οξέων, δεν υπάρχουν περιπτώσεις νόσου που να οφείλονται σε αυτού του είδους την ανεπάρκεια. Οι συγκεντρώσεις καρνιτίνης στο αίμα μπορεί να μειωθούν σε παιδιά που λαμβάνουν θεραπεία με φαινοβαρβιτάλη, βαλπροϊκό οξύ, φαινυτοΐνη ή καρβαμαζεπίνη, αλλά δεν υπάρχουν κλινικές συνέπειες.

Συμπληρώματα ως πηγές της καρνιτίνης
Η L-καρνιτίνη, η ακετυλο-L-καρνιτίνη και η προπιονυλο-L-καρνιτίνη είναι διαθέσιμες ως συμπληρώματα διατροφής. Η καρνιτίνη συχνά προωθείται ως βοήθημα για την απώλεια βάρους, τη βελτίωση των επιδόσεων κατά τη σωματική άσκηση και για να ενισχύσει την αίσθηση της ευεξίας (well-being). Χρησιμοποιείται επίσης ως φάρμακο (εγκεκριμένο από το FDA) για τη θεραπεία πρωτοπαθών και ορισμένων δευτεροπαθών συνδρόμων ανεπάρκειας καρνιτίνης.