Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2014

Δισφαινόλη Α και Τροφική Δυσανεξία


Η χημική έκθεση στην εμβρυική ζωή συνδέεται με τροφική δυσανεξία στους ενήλικες

Περισσότερο από το 20% του παγκόσμιου πληθυσμού υποφέρει από τροφική αλλεργία ή δυσανεξία. Ορισμένα στοιχεία δείχνουν ότι μπορεί να υπάρχει συσχέτιση αυτών των ανεπιθύμητων ενεργειών των τροφίμων, με παράγοντες περιβαλλοντικής προέλευσης. Γάλλοι ερευνητές έδειξαν ότι η περιγεννητική έκθεση σε χαμηλές δόσεις δισφαινόλης Α (ΒΡΑ), μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο ανάπτυξης τροφικής δυσανεξίας στην ενήλικη ζωή. Η δισφαινόλη Α (ΒΡΑ) έχει χρησιμοποιηθεί ευρέως στην παραγωγή πλαστικών καταναλωτικών αγαθών και γενικά θεωρείται ως χημική ουσία που μπορεί να προκαλέσει ενδοκρινικές διαταραχές. Χρησιμοποιώντας πειραματόζωα, η ερευνητική ομάδα παρατήρησε ότι η περιγεννητική έκθεση σε χαμηλές δόσεις δισφαινόλης προκάλεσε φλεγμονή του παχέος εντέρου με διήθηση από ουδετερόφιλα, αύξηση της παραγωγής ιντερφερόνης-γ  και μείωση της παραγωγής του παράγονταTGF-β, σε σχέση με την από του στόματος ανοχή και ανοσοποίηση σε διαιτητικά αντιγόνα. Οι συγγραφείς της μελέτης καταλήγουν ότι: «το ανοσοποιητικό σύστημα του νεογνού είναι ευαίσθητο σε χαμηλές δόσεις δισφαινόλης, γεγονός που προκαλεί τροφική δυσανεξία αργότερα στην ενήλικο ζωή».


Food intolerance at adulthood after perinatal exposure to the endocrine disruptor bisphenol A. Menard S, Guzylack-Piriou L, Leveque M, Braniste V, Lencina C, Naturel M, Moussa L, Sekkal S, Harkat C, Gaultier E, Theodorou V, Houdeau E. FASEB J. 2014 Aug 1.



Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2014

Καρνιτίνη. Πόσο χρήσιμη είναι?


Τι είναι η Καρνιτίνη;
Η καρνιτίνη, προέρχεται από αμινοξέα και βρίσκεται σχεδόν σε όλα τα κύτταρα του σώματος. Το όνομά της προέρχεται από τη λατινική λέξη carnus (σάρκα), επειδή απομονώθηκε αρχικά από το κρέας. Η καρνιτίνη είναι ένας γενικός όρος που αναφέρεται σε έναν αριθμό ουσιών οι οποίες περιλαμβάνουν την L-καρνιτίνη, την ακετυλο-L-καρνιτίνη και την προπιονυλο-L-καρνιτίνη.
Η καρνιτίνη παίζει κρίσιμο ρόλο στην παραγωγή ενέργειας. Μεταφέρει τα λιπαρά οξέα μακράς αλύσου στα μιτοχόνδρια, ώστε να μπορέσουν να οξειδωθούν και να παράγουν ενέργεια. Μεταφέρει επίσης τις τοξικές ενώσεις που δημιουργούνται μέσα στα μιτοχόνδρια, έξω από αυτά τα κυτταρικά οργανίδια, για να αποτρέψει τη συσσώρευση τους. Με δεδομένες αυτές τις βασικές λειτουργίες, η καρνιτίνη συγκεντρώνεται σε ιστούς όπως τους σκελετικούς μύες και τον καρδιακό μυ που χρησιμοποιούν τα λιπαρά οξέα ως διαιτητική «καύσιμη ύλη».
Το σώμα δημιουργεί αρκετή καρνιτίνη για να καλύψει τις ανάγκες του, στους περισσότερους ανθρώπους. Για γενετικούς ή ιατρικούς λόγους, ορισμένα άτομα (όπως τα πρόωρα βρέφη) δεν μπορούν να δημιουργήσουν αρκετή, κάνοντας έτσι την  καρνιτίνη, υπό όρους, ένα απαραίτητο θρεπτικό συστατικό.

Ποια είναι η συνιστώμενη πρόσληψη καρνιτίνης;
Υγιή παιδιά και ενήλικες δεν χρειάζεται να λαμβάνουν καρνιτίνη από τα τρόφιμα ή τα συμπληρώματα, καθώς το συκώτι και οι νεφροί παράγουν επαρκείς ποσότητες από τα αμινοξέα λυσίνη και μεθιονίνη, έτσι ώστε να ανταποκριθούν στις καθημερινές ανάγκες.

Ποιες τροφές παρέχουν καρνιτίνη;
Ζωικά προϊόντα όπως το κρέας, τα ψάρια, τα πουλερικά και το γάλα είναι οι καλύτερες πηγές. Σε γενικές γραμμές, όσο πιο κόκκινο είναι το κρέας, τόσο υψηλότερη περιεκτικότητα σε καρνιτίνη έχει. Η περιεκτικότητα σε καρνιτίνη στα διάφορα τρόφιμα παρατίθεται στον Πίνακα 1.



Πίνακας 1. Περιεκτικότητα ορισμένων τροφίμων σε καρνιτίνη
Τρόφιμο
Περιεκτικότητα (mg)
Μπριζόλα μοσχαρίσια, μαγειρευμένη (120 γρ)
56 – 162
Κιμάς μοσχαρίσιος, μαγειρευμένος (120 γρ)
87 – 99
Γάλα πλήρες (1 φλιτζάνι)
8
Μπακαλιάρος, μαγειρευμένος (120 γρ)
4 - 7
Στήθος κοτόπουλου, μαγειρευμένο (120 γρ)
3 – 5
Παγωτό (1/2 φλιτζάνι)
3
Τυρί cheddar (60 γρ)
2
Ψωμί ολικής αλέσεως(2 φέτες)
0.2
Σπαράγγια , μαγειρευμένα (1/2 φλιτζάνι)
0.1

Η καρνιτίνη εμφανίζεται σε δύο μορφές, που είναι γνωστή ως D και L, τα οποία είναι κατοπτρικά είδωλα (ισομερή) η μία της άλλης. Μόνο η L-καρνιτίνη είναι δραστική για τον οργανισμό και είναι η μορφή που βρίσκεται στα τρόφιμα.

Απορρόφηση και μεταβολισμός της καρνιτίνης
Οι ενήλικες που τρώνε μικτές δίαιτες που περιλαμβάνουν κόκκινο κρέας και άλλα προϊόντα ζωικής προέλευσης, λαμβάνουν περίπου 60-180 mg καρνιτίνης ανά ημέρα. Οι αυστηρά φυτοφάγοι (Vegans) λαμβάνουν σημαντικά λιγότερες ποσότητες (περίπου 10-12 mg), δεδομένου ότι αποφεύγουν τα τρόφιμα ζωικής προέλευσης. Το μεγαλύτερο μέρος (54 - 86%) της διατροφικής καρνιτίνης απορροφάται στο λεπτό έντερο και εισέρχεται στην κυκλοφορία του αίματος. Οι νεφροί διατηρούν αποτελεσματικά την καρνιτίνη, έτσι ώστε ακόμη και μια κακή διατροφή όσον αφορά την καρνιτίνη, έχει μικρή επίπτωση στη συνολική περιεκτικότητα του σώματος σε καρνιτίνη. Αντί να μεταβολιστεί, η περίσσεια καρνιτίνης απεκκρίνεται στα ούρα μέσω των νεφρών, έτσι όπως απαιτείται ώστε να διατηρηθεί σταθερή η συγκέντρωση της στο αίμα.

Πότε μπορεί να συμβεί ανεπάρκεια L-καρνιτίνης;
Υπάρχουν δύο τύποι ανεπάρκειας καρνιτίνης. Η πρωτοπαθής ανεπάρκεια καρνιτίνης που είναι μια γενετική διαταραχή του κυτταρικού συστήματος μεταφοράς της καρνιτίνης και που εκδηλώνεται συνήθως στην ηλικία των πέντε ετών με συμπτώματα καρδιομυοπάθειας, αδυναμία των σκελετικών μυών και υπογλυκαιμία. Η δευτεροπαθείς ανεπάρκειες της καρνιτίνης μπορεί να συμβούν εξαιτίας ορισμένων διαταραχών (όπως η χρόνια νεφρική ανεπάρκεια) ή κάτω από ειδικές συνθήκες (όπως η χρήση ορισμένων αντιβιοτικών) που μειώνουν την απορρόφηση της καρνιτίνης ή αυξάνουν την απέκκριση της. Όλοι συμφωνούν σχετικά με την αξία της καρνιτίνης ως συνταγογραφούμενο προϊόν για την αντιμετώπιση αυτών των ελλείψεων.

Ποιες είναι τα δεδομένα σχετικά με την καρνιτίνη;
Η καρνιτίνη έχει μελετηθεί εκτενώς γιατί κατέχει σημαντική θέση στην παραγωγή ενέργειας στον οργανισμό και ακόμη είναι ένα καλά ανεκτή και γενικά ασφαλής ως θεραπευτικός παράγοντας. Οι ερευνητές προτιμούν να χρησιμοποιούν την ακετυλ-L-καρνιτίνη σε ερευνητικές μελέτες επειδή απορροφάται καλύτερα από το λεπτό έντερο από ότι η L-καρνιτίνη και διασχίζει πιο αποτελεσματικά τον φραγμό αίματος-εγκεφάλου (δηλαδή, περνάει στο κεντρικό νευρικό σύστημα).
Αθλητική απόδοση
Μερικοί αθλητές λαμβάνουν καρνιτίνη για να βελτιώσουν τις επιδόσεις τους. Ωστόσο, είκοσι χρόνια έρευνας δεν έχουν βρει ισχυρές ενδείξεις ότι τα συμπληρώματα καρνιτίνης μπορεί να βελτιώσουν την άσκηση ή τη σωματική απόδοση σε υγιείς εθελοντές, σε δόσεις που κυμαίνονται από 2-6 γραμμάρια / ημέρα για 1-28 ημέρες. (Η συνολική περιεκτικότητα του σώματος σε καρνιτίνη είναι περίπου 20 γραμμάρια, για έναν άνθρωπο που ζυγίζει 75 κιλά, σχεδόν ολόκληρη η ποσότητα ευρισκόμενη στους σκελετικούς μύες). Για παράδειγμα, τα συμπληρώματα καρνιτίνης δεν φαίνεται να αυξάνουν τη χρήση του οξυγόνου από τον οργανισμό ή να βελτιώνουν τη μεταβολική κατάσταση κατά την άσκηση, ούτε αυξάνουν κατ 'ανάγκη το ποσό της καρνιτίνης στους μύες.
Γήρανση
Η μείωση της λειτουργίας των μιτοχονδρίων πιστεύεται ότι συμβάλλει στη διαδικασία της γήρανσης. Η καρνιτίνη μπορεί να εμπλέκεται, διότι η συγκέντρωση στους ιστούς μειώνεται με την πάροδο ηλικία και ως εκ τούτου μειώνεται και η ακεραιότητα της μιτοχονδριακής μεμβράνης. Μελέτες σε ηλικιωμένα πειραματόζωα έδειξαν ότι η συμπλήρωση με υψηλές δόσεις ακετυλο-L-καρνιτίνης και α-λιποϊκό οξύ (ένα αντιοξειδωτικό) μπορεί να μειώσει την μιτοχονδριακή αποδόμηση. Τα πειραματόζωα βελτίωσαν επίσης την κινητικότητα τους και τις επιδόσεις τους σε διεργασίες που απαιτούσαν μνήμη. Προς το παρόν, δεν υπάρχουν αντίστοιχες μελέτες αυτού του είδους σε ανθρώπους. Ωστόσο, σε άλλες μελέτες ελεγχόμενες με εικονικό φάρμακο, έδειξαν ότι τα συμπληρώματα της ακετυλο-L-καρνιτίνη μπορεί να βελτιώσουν τις νοητικές λειτουργίες σε ηλικιωμένα άτομα με ήπια νοητική εξασθένηση και νόσο Αλτσχάιμερ. Σε αυτές τις μελέτες, οι ασθενείς έλαβαν 1.5 - 3.0 γραμμάρια / ημέρα ακετυλο-L-καρνιτίνη για 3 - 12 μήνες.
Καρδιαγγειακό σύστημα και περιφερική αρτηριακή νόσος
Αρκετές μελέτες έχουν εξετάσει την αποτελεσματικότητα των συμπληρωμάτων καρνιτίνης στην καρδιακή ισχαιμία (περιορισμός της ροής του αίματος προς την καρδιά) και στην περιφερική αρτηριακή νόσο (της οποίας το πιο σημαντικό σύμπτωμα είναι κακή κυκλοφορία στα πόδια, μια κατάσταση γνωστή ως διαλείπουσα χωλότητα). Επειδή τα επίπεδα της καρνιτίνης είναι χαμηλά στον πάσχοντα καρδιακό μυ, η λήψη συμπληρωμάτων καρνιτίνης θα μπορούσε να εξουδετερώσει τις τοξικές επιδράσεις των ελεύθερων λιπαρών οξέων και τη βελτίωση του μεταβολισμού των υδατανθράκων. Σε βραχυχρόνιες μελέτες, η καρνιτίνη δείχθηκε ότι έχει αντι-ισχαιμικές ιδιότητες όταν χορηγείται είτε από το στόμα είτε παρεντερικά. Η θεραπεία με L-καρνιτίνη σε ασθενείς που πάσχουν από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου μειώνει τη θνησιμότητα από κάθε αιτία κατά 27%, τις κοιλιακές αρρυθμίες κατά 65%, και τη στηθάγχη κατά 40% σε σχέση με μια περίοδο παρακολούθησης δύο μηνών, αλλά δεν μειώνει τον κίνδυνο της καρδιακής ανεπάρκειας ή της επανάληψης του εμφράγματος του μυοκαρδίου.
Η χωλότητα είναι αποτέλεσμα της ανεπαρκούς παροχής αίματος πλούσιου σε οξυγόνου στα πόδια, γεγονός που οδηγεί στη συσσώρευση της ακετυλοκαρνιτίνης στους μύες εξαιτίας της ανεπαρκούς χρησιμοποίησης της. Οι ασθενείς με περιφερική αρτηριακή νόσο οι οποίοι αναπτύσσουν χωλότητα, έχουν σημαντικά προβλήματα και δυσκολία στο περπάτημα, ακόμη και σε μικρές αποστάσεις και με μικρή ταχύτητα. Μελέτες δείχνουν ότι η καρνιτίνη μπορεί να βελτιώσει την απόδοση των σκελετικών μυών στα πόδια. Σε μία κλινική δοκιμή, η συμπλήρωση με L-καρνιτίνη (με τη μορφή της προπιονυλο-L-καρνιτίνης, 2 g / ημέρα για 12 μήνες) σε ασθενείς με μέτριου έως σοβαρού βαθμού χωλότητα, βελτίωσε σημαντικά την μέγιστη απόσταση βαδίσματος και βελτίωσε την ποιότητα της ζωής, σε σύγκριση με ασθενείς που έλαβαν εικονικό φάρμακο. Σε άλλη παρόμοια μελέτη, η ίδια ημερήσια δόση και μορφή καρνιτίνης, χορηγούμενη για 6 μήνες σε ασθενείς με χωλότητα, βελτίωσε σημαντικά την απόσταση και την ταχύτητα, μείωσε τον σωματικό πόνο, ενδυνάμωσε τη σωματική λειτουργία και βελτίωσε τη συνολική κατάσταση υγείας, σε σύγκριση με τους ασθενείς στην ομάδα ελέγχου. Συμπερασματικά, η προπιονυλ-L-καρνιτίνη αυξάνει σημαντικά την απόσταση που μπορούν να διανύσουν με τα πόδια, ασθενείς με χωλότητα.
Τα ευρήματα αυτά δείχνουν ότι η L-καρνιτίνη, όταν χορηγείται για έως 1 χρόνο, μπορεί να έχει ευεργετικά αποτελέσματα επί του καρδιαγγειακού συστήματος σε ορισμένες καταστάσεις. Άλλες έρευνες ωστόσο, θέτουν ορισμένους προβληματισμούς σχετικά με τις καρδιαγγειακές επιδράσεις της χρόνιας έκθεσης σε καρνιτίνη. Σε μια πρόσφατη μελέτη (2013) που περιελάμβανε τόσο πειραματόζωα όσο και ανθρώπους, διαπιστώθηκε ότι η L-καρνιτίνη μεταβολίζεται από τα μικρόβια της εντερικής χλωρίδας προς οξείδιο της τριμεθυλαμίνης (ΤΜΑΟ), μιας προ-αθηρογόνου ουσίας, σχετιζόμενης με αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου. Λόγω των διαφορών στην εντερική βακτηριακή σύνθεση, οι παμφάγοι συμμετέχοντες στη μελέτη παρήγαγαν περισσότερη TMAO από τους αυστηρά χορτοφάγους και χορτοφάγους μετά την κατανάλωση L- καρνιτίνης. Στη μελέτη διαπιστώθηκε επίσης δοσοεξαρτώμενη συσχέτιση μεταξύ της συγκέντρωσης της L-καρνιτίνης στο πλάσμα και του κινδύνου ανάπτυξης στεφανιαίας νόσου, της νόσου των περιφερικών αγγείων και συνολικά της καρδιαγγειακής νόσου, αλλά μόνο όταν υπήρχαν ταυτόχρονα υψηλά επίπεδα ΤΜΑΟ. Οι ερευνητές σημειώνουν ότι τα ευρήματα αυτά θα μπορούσαν εν μέρει να εξηγήσουν τη σύνδεση μεταξύ της υψηλής κατανάλωσης κόκκινου κρέατος (μια πλούσια πηγή καρνιτίνης) και του αυξημένου κινδύνου καρδιαγγειακής νόσου. Προφανώς, απαιτούνται περισσότερες μελέτες για να κατανοήσουμε πλήρως τις επιπτώσεις της καρνιτίνης στην υγεία του καρδιαγγειακού συστήματος.
Καρκίνος
Η κόπωση που προκύπτει μετά από χημειοθεραπεία ή θεραπεία ακτινοβολίας και η κακή διατροφική κατάσταση είναι συνηθισμένα φαινόμενα σε ασθενείς με καρκίνο. Μπορεί επίσης να έχουν ανεπάρκεια σε καρνιτίνη. Σε μία μελέτη, η θεραπεία με συμπληρώματα καρνιτίνης (4 γραμμάρια / ημέρα για μία εβδομάδα) βελτίωσε την κόπωση στους περισσότερους ασθενείς που υπέστησαν χημειοθεραπεία και αποκατέστησε τα επίπεδα καρνιτίνης στο αίμα. Σε μια άλλη μελέτη, ασθενείς με καρκίνο τελικού σταδίου που έλαβαν καρνιτίνη (δόσεις που κυμαίνονταν από 250 mg έως 3 γραμμάρια / ημέρα), εμφάνισαν λιγότερη κόπωση, βελτιωμένη διάθεση και καλύτερη ποιότητα ύπνου. Και στις δύο μελέτες, τα περισσότερα άτομα είχαν ανεπάρκεια καρνιτίνης πριν από τη λήψη των συμπληρωμάτων.
Διαβήτης τύπου 2
Η αντίσταση στην ινσουλίνη, η οποία διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του διαβήτη τύπου 2, μπορεί να σχετίζεται με μια διαταραχή στην οξείδωση των λιπαρών οξέων στους μύες. Αυτό θέτει το ερώτημα του κατά πόσο η μιτοχονδριακή δυσλειτουργία θα μπορούσε να είναι ένας παράγοντας για την ανάπτυξη της νόσου. Η αυξημένη αποθήκευση λίπους στους ιστούς έχει γίνει πλέον δείκτης για την αντίσταση στην ινσουλίνη. Πρώιμες μελέτες υποδείκνυαν ότι η συμπλήρωση με L-καρνιτίνη ενδοφλεβίως, μπορούσε να βελτιώσει την ευαισθησία στην ινσουλίνη σε διαβητικούς, μειώνοντας τα επίπεδα λίπους των μυών και μπορούσε να μειώσει τα επίπεδα της γλυκόζης στο αίμα, αυξάνοντας την οξείδωση της στα κύτταρα. Σε μια πρόσφατη μελέτη με ασθενείς με διαβήτη τύπου 1 ή τύπου 2, βρέθηκε ότι η θεραπεία με ακετυλο-L-καρνιτίνη (3 γραμμάρια / ημέρα από το στόμα) για ένα έτος, ανακούφισε σημαντικά τους πόνους και βελτίωσε την αντίληψη των κραδασμών στους ασθενείς με διαβητική νευροπάθεια. Η θεραπεία ήταν πιο αποτελεσματική σε άτομα με διαβήτη τύπου 2.
HIV και AIDS
Ο ιός HIV προκαλεί μείωση του αριθμού των λεμφοκυττάρων (ενός τύπου λευκών αιμοσφαιρίων), καταλήγοντας στο σύνδρομο της επίκτητης ανοσοανεπάρκειας (AIDS). Ασθενείς μολυσμένοι με τον ιό HIV, συχνά συσσωρεύουν λίπος σε ορισμένες περιοχές του σώματος και χάνουν λίπος από άλλες ενώ έχουν και υψηλά επίπεδα λιπιδίων στο αίμα (υπερλιπιδαιμία) και αντίσταση στην ινσουλίνη, κατάσταση που συνολικά αποτελεί το σύνδρομο λιποδυστροφίας. Αυτό το σύνδρομο μπορεί να αντιπροσωπεύει μια μιτοχονδριακή τοξικότητα που επιφέρου η μόλυνση με τον HIV καθώς και τα αντιρετροϊκά φάρμακα που χρησιμοποιούνται για την θεραπεία και μπορεί να δημιουργούν ανεπάρκεια της καρνιτίνης που περιορίζει το μιτοχονδριακό μεταβολισμό του λίπους. Οι μοριακοί μηχανισμοί με τους οποίους συμβαίνουν αυτά τα γεγονότα είναι ελάχιστα κατανοητοί. Προκαταρκτικές έρευνες δείχνουν ότι η συμπλήρωση με καρνιτίνη ενδοφλέβια και από του στόματος (σε δόσεις από 2-6 γραμμάρια / ημέρα για εβδομάδες ή μήνες) σε άτομα μολυσμένα τον ιό HIV, μπορεί να επιβραδύνουν το θάνατο των λεμφοκυττάρων (γεγονός το οποίο με τη σειρά του μπορεί να επιβραδύνει την εξέλιξη της HIV λοίμωξης), να μειώσει τη νευροπάθεια και να βελτιώσει τα επίπεδα των λιπιδίων στο αίμα.
Νεφρική νόσος τελικού σταδίου και αιμοκάθαρση
Η ομοιόστασης της καρνιτίνης (η ισορροπία της μέσα στο σώμα) σε άτομα με νεφρικές παθήσεις, μπορεί να επηρεασθεί σημαντικά από διάφορους παράγοντες, κυρίως από την ελαττωμένη σύνθεση και την αυξημένη αποβολή της από τους νεφρούς καθώς και τη μειωμένη πρόσληψη από τα τρόφιμα που οφείλεται στην κακή όρεξη και στην κατανάλωση λιγότερων ζωικών προϊόντων. Πολλοί ασθενείς με νεφρική νόσο τελικού σταδίου, ιδιαίτερα εκείνοι που υποβάλλονται σε αιμοκάθαρση, έχουν ανεπάρκεια καρνιτίνης. Τα επίπεδα της καρνιτίνης στο αίμα και τα αποθέματα της στους μύες είναι χαμηλά, γεγονός που μπορεί να συμβάλει στην αναιμία, στη μυϊκή αδυναμία, στην κόπωση, διαταραγμένα επίπεδα λιπιδίων του αίματος και στις καρδιακές διαταραχές. Πολυάριθμες μελέτες δείχνουν ότι οι υψηλές δόσεις συμπληρωμάτων καρνιτίνης (συχνά με ένεση) σε ασθενείς που υποβάλλονται σε αιμοκάθαρση, μπορεί να διορθώσει μερικά ή και όλα από αυτά τα συμπτώματα.
Ανδρική υπογονιμότητα
Η περιεκτικότητα του σπερματικού πλάσματος σε καρνιτίνη είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη συγκέντρωση και την κινητικότητα των σπερματοζωαρίων, υποδηλώνοντας ότι η καρνιτίνη μπορεί να έχει αξία στην θεραπεία της ανδρικής υπογονιμότητα. Αρκετές μελέτες υποδεικνύουν ότι τα συμπληρώματα καρνιτίνης (2-3 γραμμάρια / ημέρα για 3-4 μήνες) μπορεί να βελτιώσουν την ποιότητα του σπέρματος, ενώ σε μια τυχαιοποιημένη διπλή-τυφλή μελέτη, διαπιστώθηκε ότι 2 γραμμάρια / ημέρα καρνιτίνης λαμβανομένης για 2 μήνες από 100 υπογόνιμους άνδρες, είχε σαν αποτέλεσμα την αύξηση τόσο της συγκέντρωσης όσο και της κινητικότητας των σπερματοζωαρίων τους. Τα αναφερόμενα οφέλη μπορεί να σχετίζονται με την αυξημένη οξείδωση των λιπαρών οξέων στα μιτοχόνδρια (παρέχοντας περισσότερη ενέργεια στα σπερματοζωάρια) καθώς και την ελάττωση των κυτταρικών θανάτων στους όρχεις. Ωστόσο, απαιτούνται μεγαλύτερες και καλύτερα σχεδιασμένες μελέτες για την αξιολόγηση της καρνιτίνης σαν θεραπεία υπογονιμότητας.

Υπάρχουν κίνδυνοι για την υγεία από την υπερβολική καρνιτίνη;
Σε δόσεις περίπου 3 g / ημέρα, τα συμπληρώματα καρνιτίνης μπορεί να προκαλέσουν ναυτία, εμετό, κοιλιακές κράμπες, διάρροια και οσμή σώματος «σαν από ψάρι». Πιο σπάνιες παρενέργειες περιλαμβάνουν μυϊκή αδυναμία σε ουραιμικούς ασθενείς και σπασμούς σε ασθενείς με επιληπτικές διαταραχές.
Ορισμένες μελέτες έχουν δείξει ότι τα βακτήρια της εντερικής χλωρίδας μεταβολίζουν την καρνιτίνη για να σχηματίσουν μια ουσία που ονομάζεται ΤΜΑΟ και που μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο ανάπτυξης καρδιαγγειακής νόσου. Αυτή η δράση φαίνεται να είναι πιο έντονη σε ανθρώπους που καταναλώνουν κρέας από ότι σε αυστηρά χορτοφάγους (Vegans) και χορτοφάγους. Οι επιπτώσεις αυτών των ευρημάτων δεν είναι απόλυτα κατανοητές και απαιτούν περισσότερη έρευνα.

Καρνιτίνη και φαρμακευτικές αλληλεπιδράσεις
Η καρνιτίνη αλληλεπιδρά με ορισμένα αντιβιοτικά όπως η πιβαμπικιλλίνη που χρησιμοποιούνται στην μακροχρόνια πρόληψη των λοιμώξεων της ουροφόρου οδού. Χρόνια χορήγηση των αντιβιοτικών αυτών αυξάνει την έκκριση της πιβαλοϋλ-καρνιτίνης, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε εξάντληση της καρνιτίνης. Ωστόσο, ενώ τα επίπεδα καρνιτίνης στους ιστούς μπορεί να γίνουν αρκετά χαμηλά ώστε να περιοριστεί η οξείδωση των λιπαρών οξέων, δεν υπάρχουν περιπτώσεις νόσου που να οφείλονται σε αυτού του είδους την ανεπάρκεια. Οι συγκεντρώσεις καρνιτίνης στο αίμα μπορεί να μειωθούν σε παιδιά που λαμβάνουν θεραπεία με φαινοβαρβιτάλη, βαλπροϊκό οξύ, φαινυτοΐνη ή καρβαμαζεπίνη, αλλά δεν υπάρχουν κλινικές συνέπειες.

Συμπληρώματα ως πηγές της καρνιτίνης
Η L-καρνιτίνη, η ακετυλο-L-καρνιτίνη και η προπιονυλο-L-καρνιτίνη είναι διαθέσιμες ως συμπληρώματα διατροφής. Η καρνιτίνη συχνά προωθείται ως βοήθημα για την απώλεια βάρους, τη βελτίωση των επιδόσεων κατά τη σωματική άσκηση και για να ενισχύσει την αίσθηση της ευεξίας (well-being). Χρησιμοποιείται επίσης ως φάρμακο (εγκεκριμένο από το FDA) για τη θεραπεία πρωτοπαθών και ορισμένων δευτεροπαθών συνδρόμων ανεπάρκειας καρνιτίνης.



Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2014

Λοιμώξεις και ανδρική υπογονιμότητα



Παρουσία αερόβιων μικροοργανισμών και επίδρασή τους στις βασικές παραμέτρους του σπέρματος σε υπογόνιμους άνδρες.

Οι λοιμώξεις του ουροποιογεννητικού συστήματος στους άνδρες είναι ένας πολύ σημαντικός αιτιολογικός παράγοντας υπογονιμότητας. Σε μια πρόσφατη προοπτική μελέτη, εξετάστηκαν 72 ασθενείς με παθολογικές παραμέτρους σπέρματος. Η ανάλυση του σπέρματος πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με τις οδηγίες του ΠΟΥ ενώ ταυτόχρονα έγινε  μικροβιολογικός έλεγχος με αερόβια καλλιέργεια βακτηριδίων, έλεγχος για παρουσία αντιγόνου χλαμυδίων, καλλιέργεια για Candida και ειδικές καλλιέργεις για ουρεόπλασμα και μυκόπλασμα. Συνολικά, το 70% των δειγμάτων σπέρματος ήταν θετικά για τουλάχιστον έναν μικροοργανισμό. Το Ουρεόπλασμα ήταν ο πιο κοινός μικροοργανισμός και βρέθηκε στο 33% των δειγμάτων σπέρματος των υπογόνιμων ασθενών. Οι αμέσως επόμενοι πιο κοινοί μικροοργανισμοί ήταν ο Enterococcus faecalis (Εντερόκοκκος) (12.5%) και η Escherichia coli (Κολοβακτηρίδιο) (12.5%), ακολουθούμενα από τον Staphylococcus aureus (Σταφυλόκοκκος) (7%), τα Chlamydia trachomatis (Χλαμύδια) (7%) και τον μύκητα Candida sp. (5.6%). Όμως τελικά δεν βρέθηκε κάποια στατιστικά σημαντική συσχέτιση μεταξύ της παρουσίας των αερόβιων μικροοργανισμών στο σπέρμα και των βασικών παραμέτρων του σπέρματος δηλαδή του όγκου και του pH, της συγκέντρωσης, του συνολικού αριθμού, της κινητικότητας, της ζωτικότητας και της μορφολογίας των σπερματοζωαρίων.



Presence of aerobic micro-organisms and their influence on basic semen parameters in infertile men. Filipiak E, Marchlewska K, Oszukowska E, Walczak-Jedrzejowska R, Swierczynska-Cieplucha A, Kula K, Slowikowska-Hilczer J. Andrologia. 2014 Sep 11

http://athenslab.gr/article_info.php?cid=5&id=21

Παρασκευή 12 Σεπτεμβρίου 2014

Μελατονίνη και Υπογονιμότητα



Η μελατονίνη μεταβάλλει το γλυκολυτικό προφίλ των κυττάρων Sertoli: επιπτώσεις για την ανδρική γονιμότητα.

Η μελατονίνη συνεργάζεται με την ινσουλίνη στην ρύθμιση της ομοιόστασης της γλυκόζης. Εντός των όρχεων, ο μεταβολισμός της γλυκόζης στα σωματικά κύτταρα Sertoli είναι ζωτικής σημασίας για τη σπερματογένεση. Επειδή οι επιπτώσεις της μελατονίνης στην ανδρική αναπαραγωγική φυσιολογία παραμένουν σε μεγάλο βαθμό άγνωστες, οι ερευνητές υπέθεσαν ότι η μελατονίνη μπορεί να επηρεάσει τη σπερματογένεση διαμορφώνοντας μεταβολισμό των κυττάρων Sertoli, αλληλεπιδρώντας με την ινσουλίνη. Τα ευρήματα των ερευνητών (σε πειραματόζωα) έδειξαν ότι η μελατονίνη πράγματι ρυθμίζει τον μεταβολισμό των κυττάρων Sertoli και ως εκ τούτου, μπορεί να επηρεάσει τη σπερματογένεση. Από τη στιγμή που το γαλακτικό οξύ που παράγεται από τα κύτταρα Sertoli παρέχει διατροφική υποστήριξη και έχει επίσης δράση έναντι της απόπτωσης (δηλαδή, του προγραμματισμένου κυτταρικού θανάτου) στα αναπτυσσόμενα σπερματοκύτταρα, η χορήγηση συμπληρωμάτων μελατονίνης μπορεί να αποτελεί μια αποτελεσματική θεραπεία για τους διαβητικούς ασθενείς που αντιμετωπίζουν προβλήματα υπογονιμότητας.


Melatonin alters the glycolytic profile of Sertoli cells: implications for male fertility. Rocha CS, Martins AD, Rato L, Silva BM, Oliveira PF, Alves MG, Mol Hum Reprod. 2014 Sep 9. 





http://athenslab.gr/article_info.php?cid=5&id=20

Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου 2014

•Αλάτι και υγεία της καρδιάς


Η αυξημένη κατανάλωση αλατιού από τους διαβητικούς, βάζει την υγεία της καρδιάς σε κίνδυνο

Οι κλινικές κατευθυντήριες οδηγίες συνιστούν ότι τα άτομα με διαβήτη τύπου 2 πρέπει να έχουν μειωμένη διατροφική πρόσληψη νατρίου. Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Niigata Prefecture (Ιαπωνία) εξέτασαν το ρόλο μεταξύ της διατροφικής πρόσληψης νατρίου σε ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 και της συχνότητας των επιπλοκών της νόσου τους. Στη μελέτη συμμετείχαν άτομα ηλικίας 40 έως 70 ετών που είχαν διαγνωστεί με διαβήτη. Οι ερευνητές παρακολούθησαν τις καρδιαγγειακές επιπλοκές σε μια περίοδο παρακολούθησης οκτώ ετών. Η ανάλυση των δεδομένων αποκάλυψε ότι οι ασθενείς που κατανάλωναν κατά μέσο όρο 5.9 γραμμάρια νατρίου ημερησίως είχαν το διπλάσιο κίνδυνο ανάπτυξης καρδιαγγειακής νόσου, σε σύγκριση με εκείνους που έτρωγαν κατά μέσο όρο 2.8 γραμμάρια νατρίου ημερησίως. Επιπλέον, οι επιπτώσεις της διατροφής υψηλής σε νάτριο εμφάνισε να επιδεινώνει τον έλεγχο του σακχάρου στο αίμα. Οι συγγραφείς κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι: «η υψηλή διαιτητική πρόσληψη νατρίου σχετίζεται με αυξημένη επίπτωση καρδιαγγειακών νοσημάτων σε ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 και ότι υπάρχει μία συνεργική δράση μεταξύ των τιμών της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (HbA1c) και της διαιτητικής πρόσληψης νατρίου για την ανάπτυξη της καρδιαγγειακής νόσου».


Horiakwa C, Yoshimura Y, Kamada C, Tanaka S, Tanaka S, Hanyu O, et al; Japan Diabetes Complications Study Group.  Dietary Sodium Intake and Incidence of Diabetes Complications in Japanese Patients with Type 2 Diabetes - Analysis of the Japan Diabetes Complications Study (JDCS).  J Clin Endocrinol Metab. 2014, Jul 22

http://www.athenslab.gr/article_info.php?cid=6&id=18

Φως LED και Κινητικότητα Σπερματοζωαρίων


Η ενεργοποίηση του σπέρματος με φως LED, βελτιώνει την κινητικότητα των σπερματοζωαρίων σε άνδρες με ασθενοζωοσπερμία.

Η κινητικότητα των σπερματοζωαρίων είναι μία σημαντική παράμετρος της ανδρικής γονιμότητας και εξαρτάται από την κατανάλωση ενέργειας. Είναι γνωστό ότι η φωτοβιοδιαμόρφωση (photobiomodulation) με τη χρήση φωτοδιόδων (LED) διεγείρει την  αναπνευστική αλυσίδα στα μιτοχόνδρια σε διάφορους τύπους κυττάρων των θηλαστικών. Στόχος  αυτής της έρευνας ήταν να αξιολογήσει την επίδραση της φωτοβιοδιαμόρφωσης με LED, στην  κινητικότητα των σπερματοζωαρίων σε υπογόνιμους άνδρες με διαταραχή της κινητικότητας του σπέρματος - ασθενοζωοσπερμία.  Τα αποτελέσματα της μελέτης επιβεβαίωσαν ότι η φωτοβιοδιαμόρφωση με τη χρήση LED, βελτίωσε την κινητικότητα του σπέρματος των ασθενοζωοσπερμικών, ανεξάρτητα από το μήκος κύματος του φωτός.

Επιμέλεια: Βασίλης Σιδερής, Βιολόγος, Ιατρός – Μικροβιολόγος

Photobiomodulation with light-emitting diodes improves sperm motility in men with asthenozoospermia. Lasers Med Sci. 2014 Sep 10, Ban Frangez H(1), Frangez I, Verdenik I, Jansa V, Virant Klun I.

Sperm motility is an important parameter of male fertility and depends on energy consumption. Photobiomodulation with light-emitting diode (LED) is known to stimulate respiratory chain in mitochondria of different mammalian cells. The aim of this research was to evaluate the effect of photobiomodulation with LED on sperm motility in infertile men with impaired sperm motility-asthenozoospermia. Thirty consecutive men with asthenozoospermia and normal sperm count who visited the infertility clinic of University Medical Centre Ljubljana between September 2011 and February 2012 were included in the study. Semen sample of each man was divided into five parts: one served as a non-treated (native) control and four parts were irradiated with LED of different wavelengths: (1) 850 nm, (2) 625, 660 and 850 nm, (3) 470 nm and (4) 625, 660 and 470 nm. The percentage of motile sperm and kinematic parameters were measured using a Sperm Class Analyser system following the WHO recommendations. In the non-treated semen samples, the average ratio of rapidly progressive sperms was 12 % and of immotile sperm 73 %. Treating with LED significantly increased the proportion of rapidly progressive sperm (mean differences were as follows: 2.83 (1.39-4.28), 3.33 (1.61-5.05), 4.50 (3.00-5.99) and 3.83 (2.31-5.36) for groups 1-4, respectively) and significantly decreased the ratio of immotile sperm (the mean differences and 95 % CI were as follows: 3.50 (1.30-5.70), 4.33 (2.15-6.51), 5.83 (3.81-7.86) and 5.50 (2.98-8.02) for groups 1-4, respectively). All differences were highly statistically significant. This finding confirmed that photobiomodulation using LED improved the sperm motility in asthenozoospermia regardless of the wavelength.


PMID: 25204851