Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2015

Γονιμότητα σε γυναίκες μεγαλύτερες των 40 ετών


Σήμερα, οι αλλαγές στα κοινωνικά πρότυπα έχουν οδηγήσει τα ζευγάρια και κυρίως τις γυναίκες, να αποκτούν παιδιά σχετικά αργά στη ζωή τους. Σύμφωνα με στατιστικές (οι περισσότερες αφορούν Αμερικάνους, αλλά η εμπειρία δείχνει ότι είναι παρόμοια στις περισσότερες δυτικές κοινωνίες και φυσικά και την Ελλάδα), οι γυναίκες άνω των 40 ετών είναι η μόνη ηλικιακή ομάδα όπου οι ρυθμοί των γεννήσεων βρίσκονται σε άνοδο. Σήμερα, περίπου το 3% των γεννήσεων πραγματοποιείται από γυναίκες άνω των 40 ετών και βεβαίως, υπάρχουν πολλές ιατρικές προκλήσεις σχετικά με την γονιμότητα στις γυναίκες αυτές. Το ποσοστό των γενετικά φυσιολογικών ωαρίων μειώνεται σε λιγότερο από 10% στις γυναίκες άνω των 40 ετών ενώ παρατηρείται και ένα υψηλό ποσοστό αποβολών (33%) που είναι ακόμη υψηλότερο σε γυναίκες ηλικίας άνω των 45 (> 50%). Παρόλο βέβαια που η γονιμότητα μπορεί να γίνει προβληματική πάνω από την ηλικία των 40, εντούτοις υπάρχουν και ορισμένα οφέλη. Οι γυναίκες που γεννούν μετά τα 40 έχουν υψηλότερα ποσοστά μόρφωσης και είναι πιο πιθανό να ασχολούνται πολύ περισσότερο με τα παιδιά τους σε σχέση με τις νεαρότερες μητέρες.
Εκτός από τα θέματα της γονιμότητας, υπάρχουν και υψηλότεροι κίνδυνοι για τα παιδιά που γεννιούνται από μεγαλύτερες μητέρες. Η συχνότητα εμφάνισης του συνδρόμου Down για παράδειγμα σε γυναίκες άνω των 45 ετών φτάνει το 1 κάθε 12 γεννήσεις, σε σύγκριση με το 1/350 σε γυναίκες κάτω των 30 ετών. Τα ποσοστά αυτισμού είναι 50% υψηλότερα σε παιδιά, οι μητέρες των οποίων ήταν άνω των 40 ετών ενώ έχουν επίσης αναφερθεί υψηλότερα ποσοστά αναπτυξιακής καθυστέρησης και τροφικών αλλεργιών σε αυτά τα παιδιά.

Στις γυναίκες πάνω από τα 40, ο συνολικός αριθμός των ωαρίων στις ωοθήκες μειώνεται και επιπλέον υπάρχει μείωση στο ποσοστό των γενετικά φυσιολογικών ωαρίων. Επίσης, καθώς αυξάνεται η ηλικία, το περιβάλλον του ενδομητρίου και η τραχηλική βλέννη αλλάζουν ενώ υπάρχει και αυξημένη συχνότητα ανωμαλιών του κύκλου.
Όταν οι γυναίκες άνω των 40 ετών προσπαθούν να συλλάβουν, το πιο συχνό πρόβλημα είναι το απόθεμα (εφεδρεία ή παρακαταθήκη) των ωαρίων στις ωοθήκες τους. Ο όρος ωοθηκική παρακαταθήκη αναφέρεται στο αναπαραγωγικό δυναμικό μιας γυναίκας και περιλαμβάνει παράγοντες όπως ο αριθμός και η ποιότητα των ωοκυττάρων, η γονιμότητα τους (πιθανότητα επίτευξης εγκυμοσύνης) και η ανταπόκριση τους στη διέγερση των ωοθηκών (τόσο εξωγενώς με φάρμακα όσο και ενδογενώς με ορμόνες). Ο προσδιορισμός της ωοθηκικής παρακαταθήκης μπορεί να είναι περίπλοκος, αλλά είναι απαραίτητος προκειμένου να αξιολογηθεί και να εξασφαλιστεί το είδος της υποστήριξης που μπορεί να χρειαστεί η γυναίκα.

Για την εκτίμηση της ωοθηκικής παρακαταθήκης έχουν χρησιμοποιηθεί τα επίπεδα της ωοθυλακιοτρόπου ορμόνης (FSH). Η FSH μετράται στη 2η, 3η ή 4η ημέρα του έμμηνου κύκλου και τιμές FSH < 10 IU / L είναι ενδεικτικές βέλτιστης ανταπόκρισης των ωοθηκών. Μια χαμηλή τιμή FSH δείχνει ότι μπορεί να υπάρξει ανταπόκριση των ωοθηκών. Καθώς οι ωοθήκες γίνονται λιγότερο δεκτικές στο σήμα από την υπόφυση, η αρνητική ανάδραση της οιστραδιόλης στον υποθάλαμο και την υπόφυση μειώνονται και έτσι αυξάνονται τα επίπεδα της FSH. Αυτό φαίνεται κυρίως στην εμμηνόπαυση, όπου η πλήρης ωοθηκική ανεπάρκεια έχει ως αποτέλεσμα η FSH να φτάνει συχνά σε πολύ υψηλές τιμές. Υπάρχουν μελέτες που δείχνουν ότι όταν η FSH είναι > 18 IU / L υπάρχει πολύ υψηλή ειδικότητα στην πρόβλεψη για την αποτυχία να επιτευχθεί φυσιολογική κύηση (η ευαισθησία όμως της πρόβλεψης είναι αρκετά χαμηλότερη). Η μέτρηση της FSH έχει υψηλή ειδικότητα (83 - 100%) στην πρόβλεψη της φτωχής απόκρισης κατά τη διέγερση των ωοθηκών, αλλά υπάρχει μεγάλη μεταβλητότητα καθώς και διαφορετικές τιμές αναφοράς στην ιατρική βιβλιογραφία. Τα επίπεδα τηςΟιστραδιόλης (Ε2) πρέπει να μετρώνται μαζί με την FSH, καθώς μια πρώιμη αύξηση στις συγκεντρώσεις οιστραδιόλης στον ορό, είναι ένα κλασικό χαρακτηριστικό της αναπαραγωγικής γήρανσης και μπορεί επίσης να μειώσει τα επίπεδα μιας αυξημένης FSH εντός φυσιολογικών ορίων. Αν η FSH είναι εντός φυσιολογικών ορίων αλλά η οιστραδιόλη είναι αυξημένη (> 60-80 pg / mL) στην πρώιμη ωοθυλακική φάση, αυτό μπορεί να σημαίνει κακή απόκριση των ωοθηκών και μικρότερη πιθανότητα εγκυμοσύνης. Άλλες εξετάσεις, όπως οι δοκιμασίες πρόκλησης με κιτρική κλομιφαίνη (Clomid) και η μέτρηση των ωοθυλακίων, μπορούν να χρησιμοποιηθούν επίσης για την εκτίμηση της ανταπόκρισης των ωοθηκών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου